ΕΠΙΓΕΙΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
«Η ΜΗΤΕΡΑ»
Φίλοι μου. Μ’ ένα ερώτημα το οποίο υποβάλλω στην αγάπη σας και το οποίο είναι τόσο πολύ ενδιαφέρον- ως ερώτημα αλλά και ως απάντηση. Δεν σας κρύβω ότι κι εμένα προσωπικά στο παρελθόν με είχε απασχολήσει. Αλήθεια, «πότε γεννιέται μια μητέρα»; Και η απάντηση μου ήρθε από έναν επιφανή άνδρα, τον Osho Rajneesh “την στιγμή που συλλαμβάνεται και γεννιέται ένα παιδί, γεννιέται επίσης και μια μητέρα». Η γυναίκα, υπήρχε αλλά ποτέ μητέρα. Θεωρώ αυτή η δευτέρα γέννηση μιας γυναίκας – που με τη δύναμη του θεού δημιουργού θα φέρει στον κόσμο μια νέα ανθρώπινη ύπαρξη, είναι η μεγίστη τιμή που έχει αποδοθεί ποτέ σ’ αυτό το πλάσμα με το όνομα «μητέρα». Και όντως έτσι είναι. : Μοναδικό, Ανεπανάληπτο και Ασύγκριτο. Είναι το όνομα μητέρα «θησαυρός» διότι και σύμφωνα με τον ποιητή : « σαν τη μητέρα δεν είναι άλλος θησαυρός».
Στη μητέρα έχει ανατεθεί από τον δημιουργό θεό να επιτελέσει ένα σπουδαίο έργο σε σχέση με τα παιδιά της, να τα αναθρέψει και να τα παιδαγωγήσει με τις συμβουλές της όσο και με το παράδειγμά της «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» και να τα παραδώσει μέσα στην κοινωνία αξίους και χρήσιμους πολίτες σε αυτή. Στο σημείο αυτό θα κάνω κάποιες αναφορές γι αυτές τις μητέρες και μόνο γι’ αυτές που έχουν βαθιά συναίσθηση και γνώση της ιεράς αποστολής τους και το έργο τους ήταν, είναι και θα είναι αδύνατον εκ του αποτελέσματος να μείνει κρυφό. «Χρεωστώ τα πάντα στη μητέρα μου Εμμέλεια, διότι «εκ παιδός έλαβον περί θεού παρά της μητρός μου» μέγας Βασίλειος. Επίσης «κι εγώ ευχαριστώ τον θεό διότι γεννήθηκα και ανατράφηκα από την μητέρα μου Νόννα η οποία ήταν βλαστός εκ ρίζης ιερής και ευσεβούς» άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος. Ακόμη αναφέρω τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, οποίος γράφει για τη μητέρα του Ανθούσα «ως χριστιανή μητέρα αληθώς ΤΕΚΝΟΤΡΟΠΗΣΕ. Αυτή είναι η πιο μεγάλη περιουσία μου». Συνεχίζω τις αναφορές γι αυτές τις μητέρες που πάντοτε θα μας διδάσκουν και θα μας συγκινούν με το έργο τους. Ας θυμηθούμε φίλοι μου ένα σπουδαίο και επιφανή ιεροκήρυκα τον δρ. Μόργκαν. Ήτο εκτός των άλλων χαρισμάτων που τον προίκισε ο θεός, υποδειγματικός οικογενειάρχης με τέσσερις γιούς. Και τα τέσσερα παιδιά του ακολούθησαν τον πατέρα τους και αφιερώθηκαν εξ ολοκλήρου στο έργο της ιεραποστολής. Κάποια ημέρα τον επισκέφτηκε στην οικία του ένας οικογενειακός φίλος και πάνω στη συζήτηση που είχαν ανοίξει ρώτησε ένα από τα παιδιά του, «για πες μου ποιος απ’ όλους σας εδώ είναι ο καλύτερος ιεροκήρυκας, ο πατέρας ή κάποιος από εσάς τα παιδιά του»; Και έλαβε αμέσως απάντηση, «ο καλύτερος ιεροκήρυκας είναι η μητέρα μας». Μια ακόμη αναφορά μου, από τις ωραίες παραδόσεις μας, για την αξία της μητέρας. Κάποτε συναντήθηκαν και συνομιλούσαν ένα άγγελος και ένας άνθρωπος. Κάποια στιγμή είπε ο πρώτος τον δεύτερο, «εμείς ξέρεις έχουμε στον ουρανό τα αγγελικά τάγματα των Χερουβείμ και των Σεραφείμ. Εσείς δεν έχετε αγγέλους στη γη. Και ο άνθρωπος έδωσε αμέσως την απάντηση. Πώς δεν έχουμε κι εμείς αγγέλους; Έχουμε τις μητέρες μας.»
Ναι αυτή είναι η μητέρα, ένας επίγειος άγγελος, τίποτα για τον εαυτό της, όλα για τα παιδιά της. Αλήθεια, μήπως δεν είναι έτσι; διερωτάται ο Taylor. «Ποιος θα μου πει μια ευχάριστη ιστορία για να ξεχάσω, ποιος τρέχει να με βοηθήσει όταν πέφτω; Ποιος θα μου φιλήσει το μέρος που επόνεσα για να γίνω καλά; Η μητέρα μου.»
Θα πρέπει να κλείσω τις σύντομες αυτές σκέψεις για τη μητέρα. Τελευταία αναφορά και λιαν συγκινητική από έναν σπουδαίο εκπαιδευτικό τον Παύλο Νικοδήμου οποίος στο βιβλίο του Πανηγυρικοί λόγοι παρουσιάζει ένα ποίημα ενός Σουηδού ποιητή, το οποίο στο περιεχόμενό του κάνει λόγο για μια μητέρα της οποία ο χτύπος της καρδιάς της – όπως λέει- δε σταμάτησε να χτυπά για τα παιδιά της ποτέ, όσο ήταν στη ζωή αλλά και μετά το θάνατό της. Μέσα ακόμα και από τον τάφο να ζει και να προστατεύει τα έξι ορφανά της από την κακιά μητριά. Ας παρακολουθήσουμε σε μετάφραση το καταπληκτικό αυτό ποίημα με τίτλο «ο γυρισμός της πεθαμένης»:
«… η μέρα σαν επέρασε, το βράδυ, πολύ βράδυ
συμμαζεμένα τα ορφανά κλαίγανε στο σκοτάδι.
Και τα άκουσε η μάνα τους από το μαύρο χώμα
-γιατί μια μάνα και νεκρή μπορεί ν’ ακούσει ακόμα –
Τα δάκρυα, που χύνανε τα έρημα παιδιά της
- Θα πάω… λέει… Κι από τη γη σηκώνεται τη μαύρη
και το θεό με της στοργής το φως πηγαίνει να βρη.
- Θεέ μου, λέει, δεν μπορώ να πάω στα μικρά μου;
- Και μπρος Του γέρνει η κεφαλή της πεθαμένης χάμου.
Και τόσο τον παρακαλεί και τόσο τον δεήθη,
όπου ο εύσπλαχνος θεός τον πόνο της λυπήθη.
- Πήγαινε!... είπε. Κι έρχεσαι πριν ξημερώσει πάλι.
Στα γόνατα της η νεκρή σηκώθη αγάλι-αγάλι.
Ο τάφος μισοάνοιξε μονάχος του και βγαίνει
και στέκεται να θυμηθεί, ο δρόμος που πηγαίνει.
Κινά στη χώρα. Τα σκυλιά οπίσω της ουρλιάζουν.
Φτάνει σπίτι της. Τα βρίσκει τα καημένα
σε αχυρένια στρώματα, χλωμά και δακρυσμένα…
Το ξεσκισμένο φόρεμα του πρώτου διορθώνει,
Χτενίζει ευθείς το δεύτερο, το τρίτο ανασηκώνει,
χαϊδεύει το μικρότερο, στην αγκαλιά το πιάνει,
στα γόνατα της τοβανε, ωσάν να το βυζάνη.
Και στη μεγαλύτερη γυρνώντας θυγατέρα, λέει :
- Πες του Κωσταντή να έρθει εδώ πέρα.
Σαν ήρθ’ εκείνος, η νεκρή του λέει θυμωμένα:
- Άσπρα σ’ άφησα χιονάτα μαξιλάρια
και τα παιδιά μου κοίτονται απάνω στα χορτάρια.
Πόσα κεριά παράτησα, για να χουν φως το βράδυ
και τρομαγμένα τ’ άφησες στο άγριο σκοτάδι!
Έχε το νου σου Κωσταντή! Και της νεκρής το μάτι
φωσφόρισε στα σκοτεινά και στάθηκε.. κομμάτι!
Και από τότε ο κωσταντής κι η μητριά εκείνη
εδείχνανε στα έρημα παιδάκια καλοσύνη.
Κι όταν άκουγαν τα σκυλιά να κλαίνε μες το δρόμο,
σηκώνονταν με τρόμο,
Και άσπρο ψωμί στα ορφανά έδιναν φοβισμένοι,
γιατί έτρεμαν μήπως φανεί και πάλι η πεθαμένη!»
Αυτή είναι παιδιά μου η μητέρα, που τη δύναμη και το μεγαλείο και την αυτοθυσία της υμνούν οι ποιητές του κόσμου και για την οποία όλοι οι σοφοί έχουν κάμει λόγο. Αυτή είναι η μητέρα, η οποία νικά ακόμη και τον θάνατο!.. Αυτή που με την απρόσμενη στοργή της κάνει Παράδεισο το σπίτι.
Και ο επίλογος από τον συγγραφέα, «αυτή είναι παιδιά μου η μητέρα.
Πρωτ. Γεώργιος Ηλιόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου