Η βιωματική επαφή μας με τα τα θεία Πάθη
 και το πρόσωπο του Ιούδα

Την Τρίτη 9 Απριλίου 2019, η Παρέα του Αη-Γιάννη και ο Πατήρ Γεώργιος Ηλιόπουλος είχαν τη χαρά και την ιδιαίτερη τιμή να φιλοξενήσουν στο παρεκκλήσιο της επισκοπής τον π.Μάρκο Τζανακάκη, Αρχιμανδρίτη και Ιεροκήρυκα της Ι.Μ. Πατρών να ομιλήσει με λόγο εποικοδομητικό και άμεσο για το Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού, καθώς και για την ενεργό και ουσιαστική συμμετοχή μας στο θείο δράμα στα πλαίσια της ορθοδόξου πνευματικότητος.
   Η βιωματική ταύτισή μας με τα πρόσωπα και τα γεγονότα του θείου πάθους, αποτελεί για τον καθένα μας βασική προϋπόθεση, πάντοτε εντός της Αγίας ορθοδόξου του Χριστού εκκλησίας και διά των ιερών ακολουθιών, ώστε φέτος η εμπειρία της Αναστάσεως, το βράδυ του Μ. Σαββάτου να είναι μια εντονότερη πρόγευση της χαράς, της ζωής και της αγάπης του Χριστού στο ανέσπερο φως της βασιλείας Του. 
   Στην κορύφωση της Μεγάλης εβδομάδος παρελαύνουν όλα τα πρόσωπα που συνθέτουν το θείο δράμα: ο όχλος, ο Πιλάτος, οι γραμματείς, οι φαρισαίοι, οι μαθητές, ο Πέτρος, ο Σίμων ο Κυρηναίος, ο ληστής και μέσα σε αυτά το τραγικό, αμφιλεγόμενο και μοιραίο πρόσωπο του Ιούδα. Από μαθητής έγινε προδότης, από κεκλημένος της Βασιλείας βρίσκεται αυτόχειρας εκτός των θυρών. 
   «Εἷς ἐκ τῶν δώδεκα» ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, είχε κληθεί να γίνει μαθητής και Απόστολος του Κυρίου και ακολούθησε το Χριστό αφήνοντας τα πάντα πίσω (εν αντιθέσει με τον πλούσιο νέο που δεν αποδέχθηκε την κλήση). Ο Ιούδας ανταποκρίθηκε αρχικά με ψυχικό σθένος και ολοκληρωτική αφοσίωση έχοντας τη χάρη, όμως τελικά δε σώθηκε. Από μαθητής γίνεται προδότης, από φίλος γίνεται άθλιος του Κυρίου, από δούλος γίνεται δόλιος. Υπάρχει στον Ιούδα μια καθοδική πορεία, παράλληλα με μια γενεσιουργό αιτία, την οποία δεν πρόσεξε, όπως συμβαίνει και με εμάς τηρουμένων των αναλογιών. 
   Ο ευαγγελιστής Ιωάννης, λίγο προ του πάθους του Κυρίου, στο περιθώριο μιας σκηνής[1] στη Βηθανία, μας δίνει μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια, όταν μια γυναίκα ξεχύνει στα πόδια του διδασκάλου, σφουγγίζοντας με τα μαλλιά της ένα πανάκριβο άρωμα (αξίας όσο τα ημερομίσθια ενός χρόνου εργασίας) «μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου»[2]. Οι πάντες μένουν εκστατικοί και την όλη στιγμή της μυσταγωγίας διασπά μια φωνή, αυτή του Ιούδα, ο οποίος παίρνει το λόγο και διακόπτει τούτη την έκφραση αγάπης, μετάνοιας, στοργής και αφοσίωσης προς τον Κύριο, λέγοντας: «διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;»[3]. Ρωτάει λοιπόν ο Ιούδας, γιατί αυτό το μύρο που κάνει ένα τόσο μεγάλο ποσό να χύνεται έτσι άδικα, έστω και ως έκφραση αγάπης και να μην πωληθεί, ως αντίτιμο ελεημοσύνης προς τους φτωχούς. 
   Ο ευαγγελιστής Ιωάννης όμως, μας φανερώνει τον πραγματικό λόγο της αντίδρασης του Ιούδα «οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ᾿ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν»[4]. Ο Ιούδας είναι υποκριτής, δεν ενδιαφέρεται τούτην την ώρα για τους φτωχούς, αλλά προσμετρά το αντίτιμο αυτού του μύρου. Χάνει τη λογική αναλογιζόμενος το κέρδος, το υπέρογκο ποσό που θα μπορούσε να εκταμιεύσει. 
   Ο Ιούδας είχε το πάθος της φιλαργυρίας, αλλά ποτέ του δεν έκανε κάτι να το αποβάλλει και να λυτρωθεί. Αυτό ακριβώς το πάθος είναι που τον οδηγεί στην προδοσία, στην απόγνωση, στο θάνατο και στην απώλεια, επιλέγοντας ελεύθερα να γίνει σε εκείνη τη χρονική στιγμή το μοιραίο πρόσωπο, «ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας»[5]. Είχε το πάθος της φιλαργυρίας και εκώφευσε μπροστά στα κηρύγματα του διδασκάλου που έλεγε «μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε ἢ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε•…ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά•…καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνουσιν• οὐ κοπιῶσιν οὐδὲ νήθουσιν•»[6]  καθώς και το «δυσκόλως οἱ τά χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.»[7] Είχε το πάθος της φιλαργυρίας, αλλά ποτέ δεν προσήλθε στο Χριστό να του πει, σώσε με, λύτρωσέ με, γλίτωσέ με από αυτό το ολέθριο πάθος, τον αρρωστημένο έρωτα για το χρήμα, την ύλη, τον πλούτο και το κρύβει. 
Άραγε ο Ιούδας κρύβει το πάθος του από τον παντογνώστη και καρδιογνώστη Χριστό; Όχι δεν μπορεί να κρυφτεί από τον Κύριο, ο οποίος σε διάφορες περιπτώσεις αναφέρει «τί διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν».[8] Ο Ιούδας ήξερε καλά, όπως όλοι οι μαθητές, πως ο Χριστός διαβάζει όλους τους λογισμούς και τους διαλογισμούς των ανθρώπων και αλίμονο, συνέχιζε να κρύβεται από τον Κύριό του. Έχουμε και εμείς πάθη φανερά και κρυφά. Ίσως κάποιες φορές έχουμε μέσα μας πάθη ανέγγιχτα που ακόμη δεν έχουμε ψηλαφίσει και δυστυχώς τα αφήνουμε, πάθη που σαν του φυτού τις ρίζες θεριεύουν με τον καιρό και τείνουν να μας πνίξουν. 
   Και τι κάνει ο Χριστός για τον Ιούδα; Κάνει ότι ακριβώς πράττει για όλους μας, κάνει τα πάντα. Τον επιλέγει ανάμεσα στους δώδεκα και του δίνει το ταμείο, μια ενέργεια για τη στενόμυαλη και κοντόφθαλμη ανθρώπινη λογική μας, τουλάχιστον αψυχολόγητη. Βάζει δηλαδή, τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα, κατά τα ανθρώπινα και μερικά, σφάλμα τραγικότατο, η πλέον λανθασμένη επιλογή. 
   Όμως ο Χριστός είναι ο τέλειος Θεός και ο τέλειος Άνθρωπος. Σέβεται την ανθρώπινη ελευθερία, εννοώντας την κατανίκηση του πάθους, όχι ως στέρηση της δυνατότητας να υλοποιήσει ο άνθρωπος το φθοροποιό πάθος, αλλά ως θεληματικής υπερβάσεώς του, δια της ελευθερίας. Καθημερινά ο Κύριος, μας δίνει δυνατότητες και ευκαιρίες να αποδείξουμε την αγάπη μας, την ευγνωμοσύνη, το φιλότιμό μας απέναντι στο πλήθος της γενναιοδωρίας και της φιλανθρωπίας Του και δυστυχώς, εμείς οι άφρονες κατασπαταλούμε και καταχρώμεθα των πλουσίων δωρεών και χαρισμάτων που Εκείνος, πατρικά και αρχοντικά μας προσφέρει. Παγιδευμένοι στην μεγάλη απάτη του εχθρού, αυταπατώμεθα, ότι μπορούμε να πράξουμε το πονηρό εύστροφα, γρήγορα, ανεμπόδιστα και άβλαπτα, με μαεστρία, στα κρυφά, δίχως να μας δει κανείς και χωρίς πρωτίστως καμία συνέπεια. 
   Ο Ιούδας τόσα χρόνια κοντά στον διδάσκαλο, έχει και απομυζά το κοινό ταμείο προς ίδιον σκοπό και όφελος, παραμένοντας αμετανόητος, ασυγκίνητος, άτεγκτος, ακόμα και όταν, ο Χριστός επαινεί την χήρα που βάζει το δίλεπτο και λέγει πως  «ἡ χήρα ἡ πτωχὴ αὕτη πλεῖον πάντων ἔβαλε τῶν βαλλόντων εἰς τὸ γαζοφυλάκιον· πάντες γὰρ ἐκ τοῦ περισσεύοντος αὐτοῖς ἔβαλον· αὕτη δὲ ἐκ τῆς ὑστερήσεως αὐτῆς πάντα ὅσα εἶχεν ἔβαλεν, ὅλον τὸν βίον αὐτῆς»[9]. 
   Το ίδιο σκληρός, παγερός, ανάλγητος και τώρα ο Ιούδας, στην υλοφροσύνη του παραδομένος, να μετρά τα πάντα σε αργύρια, χωρίς να συγκλονίζεται ενώπιον του παραδείγματος της μετανοίας, της αγάπης και της αφοσίωσης της γυναίκας που εκχέει το μύρο. Και λέγει ο Ιησούς «ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό»[10]. Ο Χριστός τους πληροφορεί για τον επικείμενο θάνατό του και ερμηνεύει την κίνηση της γυναικός, ως αποδόσεως του ιουδαϊκού εθίμου του ενταφιασμού των νεκρών, ραίνοντάς τους με μύρο και ροδοπέταλα, διότι τότε δεν θα υπάρχει αυτή η δυνατότητα λίγο πριν την ταφή Του. 
   Και πάλι ο Ιούδας δεν συγκινείται, δεν κάμπτεται μπροστά στο πάθος του, αλίμονο όπως αντίστοιχα και εμείς που δε βλέπουμε, δε νιώθουμε, δεν καταλαβαίνουμε και δεν ακούμε τίποτε και κανέναν, ούτε μάνα, ούτε πατέρα, ούτε αδελφό, ούτε αδελφή, ούτε σύντροφο, ούτε σύζυγο, ούτε υποχρέωση, ούτε χρέος, ούτε καθήκον, ούτε πόνο, ούτε δυστυχώς την αγάπη του Θεού. 
   Το πάθος τυφλώνει και η μεγαλύτερη απάτη του πονηρού είναι η ψεύτικη διαβεβαίωση, η απατηλή υπόσχεση στιγμών κίβδηλης ευτυχίας, η επανάπαυση, η εκλογίκευση, η δικαιολογία, ο ιδιότυπος μιθριδατισμός και η σταδιακή βουτιά στην άβυσσο της αμαρτίας. Και το επόμενο βήμα «Ιούδας ο δόλιος…τρέχει προς Ιουδαίους, λέγει τοις παρανόμοις• Τι μοι θέλετε δούναι, καγώ παραδώσω υμίν, εις το σταυρώσαι αυτόν;»[11].  Τυφλωμένος από το πάθος του ο Ιούδας και γνωρίζοντας το μίσος των Ιουδαίων για τον Χριστό, αρχίζει να συνάπτει μαζί τους μια συμφωνία, να τους τον παραδώσει, να καρπωθεί τα αργύρια της προδοσίας, «πιστεύοντας» πως ο Χριστός και πάλι, όπως τόσες άλλες φορές στο τέλος θα διαφύγει τον κίνδυνο με τρόπο θαυματουργικό, το ίδιο εξάλλου είχε συμβεί και λίγες μέρες πριν την ανάσταση του Λαζάρου, όταν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι λυσσασμένοι να τον βγάλουν από τη μέση, βλέπουν τον Χριστό να γίνεται άφαντος μπροστά στα μάτια τους. 
   Ο Ιούδας λοιπόν πείθεται στους ψευδο-υφησυχασμούς του διαβόλου, όπως αντίστοιχα και εμείς κάθε φορά που εμπιστευόμαστε τις ίδιες πλάνες υποσχέσεις, ότι δεν θα μας πιάσουν, δεν θα μας δουν, πως κανένα κακό δε θα γίνει για μια φορά, για λίγο. Και συνεχίζει ο μισόκαλος, όπως και στον Ιούδα να μας διαβεβαιώνει για το άπειρο έλεος του Θεού, μεταθέτοντας σε ένα αόριστο μέλλον την μετάνοια, την εξομολόγηση, τον πνευματικό αγώνα, πείθοντάς μας, ότι στο τέλος ο Θεός οπωσδήποτε θα μας σώσει. Με αυτόν τον τρόπο μας προσκαλεί και μας προκαλεί να μη χάσουμε την ευκαιρία, οποιαδήποτε ευκαιρία, της κλοπής, του κέρδους, της συκοφαντίας, της επαγγελματικής ανέλιξης, της ηδονής, πράξεων αμαρτίας, ατιμίας και κάθε λογής προδοσίας της αγάπης του Θεού και της αγάπης των συνανθρώπων μας. 
   Και ο Ιούδας πάει σε αυτούς που μισούν τον Χριστό, παράλληλα και εμείς συνοδοιπορούμε με αυτούς που είναι ενάντιοι του Χριστού. Ας θυμηθούμε τον Πέτρο που προηγουμένως διαβεβαίωνε τον Διδάσκαλο «κἂν δέῃ με σὺν σοὶ ἀποθανεῖν, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι»[12] στη συνέχεια συνθερμαινόμενο με αυτούς που ξενυχτούσαν και περίμεναν με αδημονία την καταδικαστική απόφαση της σταύρωσης του Χριστού. Συμφωνούμε επομένως, όπως ο Ιούδας και εμείς να πράξουμε την αμαρτία και το κακό, όχι τυχαία ή έστω ασυναίσθητα και παρορμητικά, αλλά εκ προμελέτης, για αυτό μάλιστα είμαστε αδικαιολόγητοι. 
   Βρισκόμαστε τώρα στο υπερώον κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, όταν ακούει ο Ιούδας από το στόμα του Κυρίου το « ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με»[13],  αλλά μάταια, ούτε τώρα δεν ξυπνάει η συνείδησή του. Λέγει στη συνέχεια ο Ιησούς, «οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ, δι' οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται·»[14], μα απόκριση καμιά από την πορωμένη συνείδηση του προδότη. Και ξάφνου, μέσα στο γενικό αναβρασμό των αποστόλων, βρίσκει και ο Ιούδας το θάρρος, το θράσος μάλλον να ψελλίσει κι αυτός μαζί τους το «Μήτι ἐγώ ῥαββί; λέγει αὐτῷ (ὁ Ἰησοῦς)  σὺ εἶπας.»[15] . Και ο Χριστός τον αποκαλύπτει, «ἐκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον ἐπιδώσω. καὶ ἐμβάψας τὸ ψωμίον δίδωσιν ᾿Ιούδᾳ Σίμωνος ᾿Ισκαριώτη».[16]
   Ο Ιούδας πλέον επείγεται, βιάζεται να λάβει τα αργύρια της προδοσίας. Έρως, πάθος φιλοχρηματίας, οίστρος. Άραγε πόσοι άνθρωποι δε στέκονται δίπλα μας και αντίστοιχα μας προειδοποιούν για το επικίνδυνο, αδιέξοδο και καταστροφικό δρόμο που έχουμε πάρει, φωνές βαλμένες από τον Θεό, οι γονείς μας, ο πνευματικός μας, οι φίλοι μας, οι σύντροφοί μας, αλλά είναι αδύνατο τις περισσότερες φορές να αφυπνίσουν την κοιμισμένη μας συνείδηση, αφού εμείς ακολουθούμε τυφλωμένοι το πάθος μας.
   Τι έκανε ο Χριστός για τον Ιούδα και πως ανταπέδωσε ο επίορκος μαθητής την αγάπη του Διδασκάλου; Προδίδει τον Χριστό με το χειρότερο τρόπο, δίδοντας ένα φιλί μέσα στον κήπο της Γεσθημανή. «ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι».[17] Και έρχονται μετά φανών, λαμπάδων, ξύλων και μαχαίρων όχλος, φρουρά να συλλάβουν τον Ιησού. Μέσα στη σιγή της νύχτας η φωνή του Χριστού «τίνα ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον·…Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον. λέγει αὐτοῖς… ἐγώ εἰμι, ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσον χαμαί».[18] Όλοι τότε έπεσαν κάτω χωρίς κανείς να τους αγγίξει, μόνο στη θωριά του Ιησού και όμως πάλι ούτε ο Ιούδας, ούτε ο όχλος δεν πτοήθηκαν, δεν κάμφθηκαν και προχωρεί πορωμένος αναίσχυντος και ανάλγητος «Χαῖρε ραββὶ καὶ κατεφίλησεν».[19] Το έθος των ιουδαίων ήταν να ασπάζονται στο στόμα, αυτός ο χαιρετισμός πέρα από την ιδιαίτερη τοπική, πολιτιστική συνήθεια, έχει ένα πολύ βαθύτερο νόημα και σημασία φανερώνοντας το ύψος και το μέγεθος της ασέβειας του Ιούδα, ο οποίος εκδηλώνει εξωτερικά έμπρακτη αφοσίωση και αγάπη που ισοδυναμεί με την τέλεια προδοσία. Το ίδιο κάνουμε και εμείς με τα ψεύτικα και υπέρμετρα μας λόγια που δεν αντιστοιχούν σε πράξεις. 
   Σε μια εποχή σαν την δική μας, ενδεή και φτωχή από κάθε είδος αγάπης, με ευκολία και αν έξοδα, εξακοντίζονται καθημερινά πλήθος αγαπητικών εκφράσεων που δεν σημαίνουν, όμως τίποτα. «Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως;»[20]  Δυστυχώς, ο Ιούδας προδίδει τον Χριστό με τον πιο εκφραστικό τρόπο της αγάπης και της αφοσίωσης. Το ίδιο κάνουμε και εμείς πολλές φορές, ακόμη και στις ιερότερες στιγμές της θείας λατρείας, όταν είμαστε επιφανειακά ευλαβείς, μόνο με το σώμα και δίχως τη συμμετοχή της ψυχής ταυτόχρονα, υπηρετώντας το εσωτερικό μας πάθος, ενεργουμένης της αμαρτίας.  
   Συλλαμβάνεται λοιπόν ο Χριστός και σπεύδουν να τον σταυρώσουν, μεταφέρεται από τον Άννα στον Καγιάφα, βγαίνει η καταδικαστική απόφαση και μαστιγώνεται ο Κύριός μας με το φοβερό φραγγέλιο, δεν έχει τώρα κάλος,  ούτε και είδος, όλος μια πληγή από τα βασανιστήρια, τότε πλέον ο Ιούδας αρχίζει να καταλαβαίνει. Ο Ιούδας, οποίος τώρα όλα αυτά τα πάθη του Χριστού, τα βλέπει, τα ακούει και τα μαθαίνει, μπορεί ακόμη και τούτη την ύστατη στιγμή που ο Ιησούς βρίσκεται επί ξύλου να προλάβει τον ληστή, να πέσει κάτω από το σταυρό και να πει έστω ένα ήμαρτον. Ο Ιούδας το λέει το ήμαρτον, αλλά στο λάθος τόπο και στα λάθος πρόσωπα. Τότε «ἰδὼν Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις».[21] Λαμβάνει ο Ιούδας τα τριάκοντα αργύρια,όταν πλέον συνειδητοποιεί πως τα πράγματα δεν έγιναν όπως ήθελε, έστω και τώρα τρέχει να προλάβει, αλίμονο όμως πηγαίνει στους Ιουδαίους «λέγων· ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. οἱ δὲ εἶπον· τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει. καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο». [22]   Γιατί ο Ιούδας και πριν τη συμφωνία και μετά την προδοσία τρέχει στους πολέμιους, τους εχθρούς του Χριστού και δεν πάει στον Διδάσκαλο; Το ίδιο δυστυχώς κάνουμε και εμείς, όταν αμαρτάνουμε και σπεύδουμε άμεσα, άνετα, ανεμπόδιστα, δίχως περιστροφές, ντροπή και κάποιες φορές με καύχηση και περηφάνια να μιλήσουμε στους φίλους μας, αλλά δύσκολα στον πνευματικό μας. Αυτή είναι η παγίδα του εχθρού, δε μας αφήνει να πάμε να πούμε το ήμαρτον στο Χριστό, θέλει να το πούμε σ'αυτόν. Είναι οδυνηρό οι άνθρωποι φτάνουν σε απόγνωση και βρίσκουν λύση στις καραμπίνες και στα μπαλκόνια.
Θα ζήσουμε και φέτος πολλά γεγονότα και πολλά πρόσωπα του θείου πάθους. Θα ζήσουμε και την ιστορία του Ιούδα, ας βρούμε τις αντιστοιχίες της δικής μας πορείας με τον προδότη μαθητή και μακάρι, να είναι το δικό μας ήμαρτον στα πόδια του εσταυρωμένου, ειλικρινές και μέσα από τα βάθη της καρδιάς μας, δοσμένο Σ’αυτόν που μόνος μπορεί να μας ανορθώσει. Ας εκθέσουμε το όποιο  πάθος μας ενώπιον Του, παύοντας πλέον να κρυβόμαστε, υπηρετώντας τα πάθη μας. 
   Ας είναι η φετινή Μ. Εβδομάδα η συνάντηση μας η μεγάλη, η βαθιά εκεί με την εσταυρωμένη αγάπη Του. Ούτως ώστε, παρά την προδοσία μας, τα πάθη, την υλοφροσύνη, το κοσμικό μας φρόνημα, τις βιωτικές μας ανάγκες και μέριμνες, να δούμε με τα μάτια της ψυχής και να πετάξουμε με τα φτερά του πνεύματος, συντετριμμένοι, με ταπείνωση, αγάπη, αφοσίωση και με την πηγαίο εντέλει, καρδιακή διατύπωση της συγγνώμη μας στον Κύριο. Έτσι ώστε ο Ιούδας, να γίνει πρότυπο μετανοίας και να παύσει να είναι το διαχρονικό, προδοτικό πρόσωπο.




[1] (Ιωάν. ιβ' 1-8)
[2] (Ιωάν. ιβ' 3)
[3] (Ιωάν. ιβ' 5)
[4] (Ιωάν. ιβ' 6)
[5] (Β΄ Θεσσαλ. β' 3)
[6] (Ματθ. ς' 25-34)
[7] (Λουκᾶ ιη´ 24)
[8] (Μάρκ. β' 8) 
[9] (Μάρκ. ιβ' 43,44)
[10] (Ιωάν. ιβ' 7) 
[11] Καθίσματα όρθρου Μ. Τετάρτης 
[12] (Ματθ. κστ' 35)
[13] (Ματθ. κστ' 21), (Μάρκ. Ιδ ' 18), (Ιωάν. Ιγ ' 20)
[14] (Μάρκ. ιδ' 21), (Ματθ. κστ' 24), (Λουκ. κβ' 22), 
[15] (Ματθ. κστ' 25)
[16] (Ιωάν. Ιδ' 26)
[17] (Ματθ. κστ' 48), (Μάρκ. ιδ' 48), (Λουκ. κβ' 48) 
[18] (Ιωάν. ιη' 5-6)
[19] (Μάρκ. Ιδ' 45), (Ματθ. κστ' 49)
[20] (Ματθ. κστ' 48), (Λουκ. κβ' 48)
 [21] (Ματθ. κζ' 3)      
[22] (Ματθ. κζ' 4,5)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου