Μαρτυρία
Μέρος Α΄

Γνωρίζοντας ότι απευθύνομαι σ'αδελφούς χριστιανούς που χρόνια πολλά βιώνουν τον Άγιο Κύριό μας στην Εκκλησία μας και μέσα από την απέραντη και ανείπωτη ομορφιά και αγάπη και φιλανθρωπία των Μυστηρίων Του, ζητώ συγγνώμη, πρώτα από τον Θεό μας, έπειτα από την αγιοσύνη του Πνευματικού μου και τ'αδέλφια μου, για την ανάξια προσπάθεια ν'αποδώσω στο χαρτί αυτά που δεν γράφονται.
Η ελπίδα μου γράφοντάς τα, είναι πως η φιλανθρωπία του Αγόυ Κυρίου μας που μας φωτίζει και μας οδηγεί, θα ελεήσει να βοηθηθούν ίσως κάποια αδέλφια που διστακτικά (από φιλότιμο ίσως, λόγω αμαρτιών) ή αμφιβάλλοντας ή αμελώντας στέκουν ακόμη μακρυά από την μόνη Αλήθεια, Οδό και Ζωή που είναι ο Κύριός μας ησούς Χριστός και η απ'Αυτόν ιδρυθείσα Αγία, Αποστολική και Καθολική Εκκλησία Το, το Σώμα Του.
Ομολογώ όι επί σειρά ετών, παρότι βαφτισμενος Ορθόδοξος χριστιανός στεκόμουν σαν πολλούς από εμάς μακρυά Του, συνεχίζοντας ν'αμαρτάνω, με λόγους και με πράξεις που ούτε συνειδητοποιούσα καν ότι αποτελούν την καταστροφή και την δέσμευση της ψυχής μου στον μισόκαλο διάβολο. “Καλός άνθρωπος”, έλεγα ήμουν, στον Χριστό μας πίστευα, τον Χριστό μας παρακαλούσα, στον Χριστό μας έλπιζα για την άλλη ζωή, και στον Χριστό μας έλεγα τα παράπονα ή τις αδικίες που μου συνέβαιναν στη ζωή, όχι όμως μέσα στο Άγιο εξομολογητήριο αλλά στον αέρα. Αν μου έλεγαν να πάω για εξομολόγηση απαντούσα: “γιατί να πάω? Δεν ακούει ο Θεος? Του τα λέω”. Από την μία η άγνοια των Μυστηρίων και από την άλλη η τύφλωση της υπερηφανείας μου ( να πάω να ταπεινωθώ μπροστά στον παππά και να με βγάλει “βούκινο”?) μαζί και με την ντροπή και ενοχή που μου ερχόταν όποτε έστω λογιζόμουν να δοκιμάσω με κράτησαν, δυστυχώς , μακρυά από τον μόνο που μπορούσε αληθινά να με γατρέψει και να με βοηθήσει να ζήσω ελεύθερος και πραγματικά ευτυχισμένος κοντά Του.
Το , δε, Μυστήριο των Μυστηρίων, το μεγαλύτερο δώρο που έλαβε ποτέ η ανθρωπότητα, η Θεία Κοινωνία ήταν για μένα άπιαστο όνειρο. Κοινωνούσα κάθε Μ. Σάββατο, ερμηνεύοντας λάθος τον λόγο του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου που λέει: “ και οι νηστεύσαντες και οι μη νηστεύσαντες”. Παρεπιπτόντως ούτε καν γνώριζα ποιός τον έγραψε αυτό το λόγο. Όχι ότι στην κατάντια μου θα είχε καμμιά σημασία, το να γνωρίζω το ποιός , αλλά θέλοντας να κατανοήσετε το μέγεθος της άγνοιάς μου, που ούτε τα εξωτερικά δρώμενα της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας δεν βίωνα, ούτε καταλάβαινα. Η, δε, σχέση μου με τον Ύψιστο Θεό μας ήταν μια, εντελώς, πρσωπική μου επιλογή, στενεμένη στα όρια της βλάσφημης υπερηφανείας μου τυπωμένη στην άρρωστη καρδιά μου ως εξής: “ ο εός θα με κρίνει όταν πεθάνω”, “ο Θεός να με βοηθήσει (μόνον όταν Τον είχα ανάγκη Τον θυμόμουν, ή όταν κινδύνευα)”, “ ο Θεός είναι παντού γιατί να πάω να Εκκλησιαστώ που βαριέμαι, που έχω δουλειές, που σε 'πρήζουν' με τα κηρύγματα και τις απαγορεύσεις και δεν σε αφήνουν να 'ζήσεις' όπως εσύ 'ξέρεις' ότι είναι 'καλύτερα', που “όλα” σου τ'απαγορεύουν, που δεν προλαβαίνω, που μια Κυριακή έχω να κοιμηθώ λίγο παραπάνω και να ξεκουραστώ, και τι να μου μάθουν και να μου πουν εμένα οι παππάδες που ως γνωστόν η τηλεόραση και οι εφημερίδες δείχνει και μεταφέρεται από στόμα σε στόμα ότι κάνουν τα χίλια μύρια”, “γιατί ο Θεός δεν επεμβαίνει να διορθώσει την αδικία, την δυστυχία? Ποιός ο λόγος να ζω αφού θα πεθάνω? Γιατί οι άνθρωποι γερνάμε και πεθαίνουμε, αφού ο Θεός, λέγαμε στο σχολείο, μας έπλασε αθάνατους? 9 αυτό το τελευταίο μ είχε βολέψει γι'αυτό το θυμόμουν...γιατί όταν κάναμε θρησκευτικά στο σχολείο ούτε πρόσεχα ούτε διάβαζα το συγκεκριμένο μάθημα που το θεωρούσα βαρετό μιας και δεν θα μου εξασφάλιζε τίποτα στην επαγγελμτική ή κοινωνική ζωή μου, κατά την υπερήφανη γνώμη μου”.
Αυτά, και άλλα τόσα ανόητα και βλάσφημα ερωτήματα και υπερήφανα διανοήματα ταλαιπωρούσαν την μίζερη ύπαρξή μου μακρυά από τον Χριστό μας και την Εκκλησία Του και Εκκλησία μας.
Θα μπορούσα με την βοήθειά Του, να σας εκθέσω όλη την πλάνη και την κόλαση της μιζέριας, της παραλογιάς που μοιάζει φυσιολογική και της σχιζοφρένειας, λόγω της άρνησής μου και της απομάκρυνσής μου από τον Μόνο Κύριο και Αληθινό Θεό, του αρρωστημένου εγωπαθούς ειδώλου μου που πάσχισα και έχτισα μέσα μου υπηρετώντας την αμαρτία και αγκομαχώντας και γογγύζοντας για την “αδικία” της ζωής στην οποία κλήθηκα να ζήσω και ν'αντιμετωπίσω, αυτής της ζωής που μου στερούσε τις ανέσεις και τις απολαύσεις στο μέγεθος που εγώ νόμιζα ότι αν είχα θα ήμουν ευτυχισμενος. Μορφώθηκα και σπούδασα για να χρησιμοποιήσω τις γνώσεις που πήρα όχι για να υπηρετήσω Θεό και άνθρωπο, αλλά για να υπηρετήσω όλες αυτές τις ψεύτικες επιθυμίες και ψευδείς ανάγκες που φόρτωσα την ψυχή μου υποκύπτοντας σε ένα καταναλωτικό σύστημα υποδούλωσης του πνεύματός μου θεωρώντας ως κατάλληλη διασκέδαση την “πολιτισμένη” εξοντωτική και ψυχοφθόρα μιζέρια των σύγχρονων νυχτερινών κέντρων ως ελευθερία την απόκτηση όσο το δυνατόν περισσοτέρων αγαθών και χρημάτων.
Και στους ίδιους τους γονείς μου, που ο Θεός ελέησε να με δωρήσει και να μου δωρήσει, αντιδρούσα επαναστατικά και το θεωρούσα και δικαίωμά μου, μιας και τα νιάτα είναι “προοδευτικά”, και εμείς οι νέοι ξέρουμε αυτό που οι “οπισθοδρομικοί γονείς δεν καταλαβαίνουν: ν'αλλάξουμε τον κόσμο προς το καλύτερο, ακολουθώντας τις προσταγές και το παράδειγμα ενός συστήματος που μας κάνει δούλους του και μας στερεί την ελευθερία και της επιλογής ακόμη που είναι δώρο Θεού... ν'αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς όμως Αυτόν που μ'αγάπη και από αγάπη δημιούργησε τα πάντα και με Θεία Βούληση τα υπέταξε στη εξουσία των παιδιών Του, του ανθρώπου...χωρίς το Χριστό μας που είναι αγάπη...χωρίς Αυτόν που μπορεί να με κάνει να είμαι αγάπη, όπως με έπλασε και όχι όπως εγώ υποβίβασα τον εαυτό μου να είμαι: υερήφανος, σειστικός, κοσμικός, και ιδιοτελής αγάπη, αντικείμενο της αμαρτίας, αντί για υποκείμενο της εν Χριστώ αγάπης κσι κοινωνίας.
Ο Άγιος Κύριος ελέησε να επιστρέψω τους κόλπους της Εκκλησίας, όπως πρέπει, για τη υγεία της ψυχής μου : εξομολογούμενος και κοινωνούμενος. Τι να πρωτογράψω και τι να πω? Δεν χωράνε τα ελέη Του τα πλούσια, σε μένα τον αμαρτωλό, στο χαρτί. Για πράγματα και καταστάσεις που ξεπερνούν τις λέξεις, που δεν εκφράζονται με λόγια, που δεν μπορούν να εξηγηθούν με τον νού και την ανθρώπιη λογική, που καμμιά ανθρώπινη φιλοσοφία ή επιστήμη δε μπορεί να αποδείξει ή να εξηγήσει στηριζόμενη στα μέσα που διαθέτει και χρησιμοποιεί, γιατί αυτά τα μέσα είναι κτιστά και άλλα κατασκευασμένα από τον άνθρωπο ή είναι ανθρώπινα διανοήματα που σε τίποτα δεν μπορούν να αγγίξουν ή να προσεγγίσουν Αυτόν που τα πάντα δημιούργησε, και που ότι εφεύρε ή προόδευσε λογικά ο άνθρωπος κατά παραχώρσή Του επέτρεψε να υπάρχει... “μπορεί ο πηλός ή το αγγείο να καταλάβει ή να οδηγήσει ή να περηφανευτεί στο Χέρι Του Αγγειοπλάστη Του?”
Μπορεί κάποιος να έχει σχέση με έναν συνάνθρωπό του αν δεν θελήσει να τον γνωρίσει και να τον συναντά? “Μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται” ,λέει ο “σοφός” λαός μας. Έτσι και με τον Θεό μας. Πως ήθελα ή νόμιζα πως έχω σχέση μαζί Του αφού δεν συμμετείχα στη Ζωή Του? Αφού δεν δοκίμαζα καν να συμμετέχω στα Μυστήριά Του? Αφού δεν Του ζητούσα να Τον γνωρίσω? Ο Θεός είναι και σεβασμός. Με σέβεται τον ανάξιο και περίμενε να θελήσω να Τον ζητήσω. Και όταν Τον ζήτησα έτρεξε...γρήγορα έτρεξε...τόσο γρήγορα που δεν υπάρχει κάτι για να περιγράψει αυτό το “γρήγορα”, ούτε καν η ταχύτητα του ,απ'Αυτόν γινομένου, φωτός...(συνεχίζεται)...

η Δόξα ανήκει στον Πατέρα , τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα
από του νυν και εως του αιώνος.
Φ.Ι

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου