ΘΥΜΟΣ ΚΑΙ ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΑΓΑΠΗ
 

Σήμερα θα αναλύσουμε ένα από τα 298 πάθη των ανθρώπων τον θυμό και μια από τις 238 αρετές την έμπρακτη αγάπη όπως μας αναφέρει ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός μέσα από τις θείες γραφές.
Ας κάνουμε μια μικρή αναφορά για τα πάθη μέσα από αυτά που μας λέει ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος:
Πόσο επιπόλαιος είναι ο άνθρωπος εκείνος, που βλέπει το σπίτι του ετοιμόρροπο και, αντί να το επισκευάσει και να το στηρίξει, περιποιείται την αυλή του! Πόσο ασύνετος είναι κι εκείνος που έχει το σώμα του άρρωστο και, αντί να φροντίσει για τη θεραπεία του, κάθεται και του φτιάχνει πολυτελή ενδύματα!
Κάτι τέτοιο κάνουμε κι εμείς με την ψυχή μας. Ενώ έχει εξαχρειωθεί από τα πάθη, ενώ βασανίζεται από την οργή, την κενοδοξία, τις αισχρές επιθυμίες και τόσες άλλες κακίες, δεν φροντίζουμε για τη θεραπεία της. Αλλά για τι φροντίζουμε; Για την καλοπέραση και το στολισμό του σώματος. Σκεφτείτε για παράδειγμα μία αρκούδα να έχει ξεφύγει από το θηριοτροφείο και να αρχίζει να γυρίζει ελεύθερη στην πόλη, τι θα κάνουμε; Θα κλειστούμε στα σπίτια μας, για να μην πέσουμε πάνω σ’ αυτό το θηρίο, που θα μας σπαράξει με τα νύχια του. Και τώρα, που η ψυχή μας σπαράζεται όχι από ένα μόνο θηρίο, μα από πολλά, ούτε που μας νοιάζει. Τα θηρία, για την ασφάλεια των πολιτών, τα κλείνουμε σε σιδερένια κλουβιά και τα φυλάμε σε μέρη απόκεντρα, μακριά από τη Βουλή, το Δικαστήριο ή το Παλάτι. Στην ψυχή μας, όμως, όπου υπάρχει κάποια άλλη βουλή, κάποιο άλλο δικαστήριο και κάποιο άλλο παλάτι, αφήνουμε τα νοητά θηρία των παθών ν’ ανεβαίνουν ως τον βασιλικό θρόνο, δηλαδή το νου, και να τον αναστατώνουν με τις κραυγές τους. Τα πάθη είναι οι αιτίες της ταραχής στον εσωτερικό μας κόσμο. Τα πάθη κάνουν την ψυχή μας να μοιάζει με πόλη που αντιμετωπίζει βαρβαρική επιδρομή. Φέρνουν στο νου και στους λογισμούς μας σύγχυση, όπως συμβαίνει όταν ένα φίδι μπαίνει σε φωλιά με νεογέννητα πουλάκια, και αυτά πεταρίζουν εδώ και εκεί τιτιβίζοντας με τρόμο. Γι’ αυτό, ας δέσουμε τα θηρία ή μάλλον ας τα πνίξουμε, ας τα σφάξουμε, ας τα θανατώσουμε. Κάθε κακία που βρίσκεται μέσα μας, ας την εξοντώσουμε με την μάχαιρα του Πνεύματος. Τα θηρία, όταν είναι καλοθρεμμένα και δυνατά, δεν μπορούν να νικηθούν. Όταν όμως πεινάσουν και αδυνατίσουν, καταπέφτει η αγριάδα τους και μειώνεται η δύναμή τους. Τότε μπορεί να τα βάλει κανείς μαζί τους και να τα εξουδετερώσει εύκολα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πάθη. Όποιος τα αδυνατίζει, τα υποτάσσει στο λογικό. Όποιος, απεναντίας, τα καλοτρέφει, δύσκολα μπορεί να τα βάλει μαζί τους. Έτσι φτάνει να νικιέται απ’ αυτά και να καταντάει δούλος τους.
Κατά κοινή ομολογία, τις τελευταίες δεκαετίες ἡ επιθετικότητα, ἡ βία, ἡ βάναυση συμπεριφορά, ἡ καταστροφικότατα, είναι φαινόμενα πού πλεονάζουν στην κοινωνία μας, και πού απασχολούν και τούς πνευματικούς ηγέτες και ποιμένες μας, αλλά και γενικότερα τον επιστημονικό κόσμο. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, με τη βαθιά πείρα τους και τη γνώση της ανθρώπινης ψυχής, θεωρούν ότι ἡ βία, ἡ καταστροφικότατα, ἡ αχαλίνωτη συμπεριφορά, συχνά, είναι απότοκα της υπερηφάνειας και κατ' επέκταση του θυμοῦ και της οργής: « Ἡ οργή, ἡ πικρία, οι φωνές, το ευέξαπτον, το θράσος, ὁ τύφος, ἡ αλαζονεία, και πολλά άλλα, είναι πάθη πού προέρχονται από το θυμό». μας λέει ὁ άγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Στην Κλίμακα, ὁ άγιος Ιωάννης ὁ Σιναΐτης χαρακτηρίζει τον θυμώδη άνθρωπο και τον ονομάζει «ἐπιληπτικόν ἑκούσιον»

Αλλά και ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ πολύ εύστοχα, μας λέει ότι Ο ΘΥΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΜΑΡΟΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΣΥΡΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

«O θυμός είναι κατά κάποιο τρόπο κάποια έξαψη και απότομο ξέσπασμα του πάθους, η οργή δε, είναι η μόνιμη λύπη και διαρκής ορμή προς την ανταπόδοση αυτών που προκάλεσαν την αδικία, σαν να καλλιεργείται με ζέση η ψυχή προς την εκδίκηση».
« Ο θυμός κάνει τις γλώσσες αχαλίνωτες και τα στόματα απύλωτα. Ασυγκράτητα χέρια, βρισιές, κοροϊδίες, κακολογίες, πληγές και άλλα αναρίθμητα κακά προέρχονται από την οργή και το θυμό. Εξαιτίας του θυμού, ξίφη ακονίζονται, δολοφονίες τολμώνται, αδέρφια χωρίζουν και συγγενείς ξεχνούν τον συγγενικό δεσμό τους. Οι οργισμένοι αγνοούν πρώτα τους εαυτούς τους κι έπειτα όλους τους οικείους. Όπως οι χείμαρροι παρασύρουν κατεβαίνοντας το καθετί, έτσι και η βίαιη κι ασυγκράτητη ορμή των οργισμένων δεν υπολογίζει τίποτα. Οι θυμωμένοι δεν σέβονται τους γέροντες, την ενάρετη ζωή, τη συγγένεια, τις προηγούμενες ευεργεσίες, ούτε τίποτ’ άλλο σεβαστό και έντιμο. Ο θυμός είναι μια πρόσκαιρη τρέλα. Ποιος θα μπορούσε να περιγράψει αυτό το κακό; Πως μερικοί είναι τόσο ευέξαπτοι, που με την παραμικρή αφορμή θυμώνουν; Φωνάζουν και αγριεύουν και ορμούν πιο αδίσταχτα κι από τα άγρια θηρία. Δεν σταματούν προτού ξεθυμάνει η οργή τους σ’ ένα μεγάλο και ανεπανόρθωτο κακό. Ούτε το σπαθί ούτε η φωτιά ούτε κανένα άλλο φόβητρο είναι ικανό να συγκρατήσει την ψυχή που έγινε μανιακή από την οργή. Οι οργισμένοι δεν διαφέρουν από τους δαιμονισμένους σε τίποτα, ούτε στην εξωτερική μορφή ούτε στην εσωτερική κατάσταση.
« Το πάθος του θυμού, από τη στιγμή που θα αποβάλει την λογική και θα εξουσιάσει την ψυχή, αποθηριώνει εξ ολοκλήρου τον άνθρωπο, και δεν του επιτρέπει ούτε άνθρωπος να είναι, αφού δεν έχει πλέον την βοήθεια της λογικής. Διότι, όπως ακριβώς είναι το δηλητήριο στα δηλητηριώδη ζώα, το ίδιο γίνεται ο θυμός σ’ αυτούς που οργίζονται. Λυσσούν όπως ακριβώς τα σκυλιά, επιτίθενται όπως ακριβώς οι σκορπιοί, δαγκάνουν όπως τα φίδια.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κυριευθεῖ ἀπό τό θυμό καί τήν ὀργή, ἐκτρέπεται στό «παρά φύσιν», σέ ὕπαρξη κτηνώδη, θηριώδη, δαιμονική, μᾶς ἀναπτύσσει ὁ Ἅγιος μέ πολλή σαφήνεια καί ἐνάργεια. Πράγματι, τό δηλητήριο τῆς ὀργῆς εἶναι θανατηφόρο, διότι ἐπιτρέπει στόν πονηρό δαίμονα νά κατοικήσει στήν καρδιά μας, ὁ ὁποῖος μας σκοτίζει τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς τόσο, ὥστε νά μή μποροῦμε νά διακρίνουμε τό καλό ἀπό τό κακό. «Ἡ ὀργή καταστρέφει ἀκόμη καί τούς φρόνιμους», μᾶς λένε οἱ Παροιμίες.
Μην προσπαθείς να θεραπεύσεις το ένα κακό με άλλο κακό. Μην επιχειρείς να ξεπεράσεις τον αντίπαλο στις συμφορές. Γιατί στους κακούς ανταγωνισμούς ο νικητής είναι αθλιότερος, αφού αποχωρεί με τη μεγαλύτερη ευθύνη της αμαρτίας. Σ’ έβρισε ο οργισμένος; Σταμάτησε το πάθος με τη σιωπή. Σε ονόμασε άσημο και άδοξο ο οργισμένος αντίπαλός σου; Εσύ σκέψου ότι είσαι «χώμα και στάχτη» (Γεν. 18,27). Γιατί δεν είσαι ανώτερος από τον Αβραάμ, που ονόμαζε έτσι τον εαυτό του. Σε ονόμασε αγράμματο και φτωχό και τιποτένιο; Εσύ σκέψου ότι είσαι σκουλήκι και ότι προέρχεσαι από την κοπριά, όπως γράφει ο Δαβίδ (Ψαλμ. 21,7). Πρόσθεσε σ’ αυτά και το παράδειγμα του Μωυσή που όταν τον έβρισαν ο Ααρών και η Μαριάμ, δεν παραπονέθηκε στο Θεό εναντίον τους, αλλά προσευχήθηκε γι’ αυτούς (Αριθ. 12, 1-13).Αλλά κι αν ο αντίπαλός σου σε αποκαλέσει ανόητο και αγράμματο, θυμήσου τις βρισιές των Ιουδαίων εναντίον της αληθινής Σοφίας: «Είσαι Σαμαρείτης και δαιμονισμένος» (Ιω. 8,48).
Σε ράπισε ο αντίπαλος; Σκέψου ότι και τον Κύριο ράπισαν. Σ’ έφτυσε; Σκέψου ότι και τον Κύριό μας έφτυσαν. Και μάλιστα δεν έκρυψε το πρόσωπό του για ν’ αποφύγει τον εξευτελισμό από τα φτυσίματα. Συκοφαντήθηκες; Το ίδιο έπαθε κι ο Κύριος. Σου ξέσκισαν τα ρούχα; Αφαίρεσαν και του Κυρίου τα ενδύματα οι στρατιώτες και τα μοίρασαν μεταξύ τους (Ιω. 19,24). Εσύ όμως δεν καταδικάστηκες ακόμα. Ούτε σταυρώθηκες. Πολλά σου λείπουν για να μιμηθείς τον Κύριο. Ήρεμα ανέχθηκε το ράπισμα του δούλου. Ο Δεσπότης και Δημιουργός τ’ ουρανού και της γης. Αυτός που προσκυνείται απ’ ολόκληρη την ορατή και αόρατη κτίση. Αυτός που «συγκρατεί το σύμπαν με τη δύναμη του λόγου Του» (Εβρ. 1,3), δεν επιτρέπει ν’ ανοίξει η γη και να καταπιεί ζωντανό τον ασεβή δούλο ούτε τον στέλνει στον άδη, αλλά τον νουθετεί και τον διδάσκει: «Αν είπα κάτι κακό, πες ποιο ήταν αυτό. Αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;» (Ιω. 18,23).
O θυμός προκαλεί μάχη, η μάχη γεννά ύβρεις, οι ύβρεις κτυπήματα, τα κτυπήματα τραύματα, από τα οποία πολλές φορές προκαλούνται θάνατοι. Από την πρώτη στιγμή ας σταματήσουμε το κακό με το να ξεριζώσουμε την οργή με κάθε τρόπο από τις ψυχές. Σε έβρισε; Συ πες καλό λόγο. Σε εκτύπησε; Eσύ να υπομείνεις.
Όταν σε βρίζει ένα μικρό παιδί, θεώρησε τα λόγια του σαν αφορμή για γέλιο. Αλλά κι όταν κανείς μεγάλος κυριευθεί από μανία και ξεστομίζει ατιμωτικά λόγια, να τον θεωρείς άξιο συμπάθειας μάλλον παρά μίσους. Δεν είναι τα λόγια που μας λυπούν. Είναι η υπεροψία μας απέναντι στον υβριστή και η μεγάλη ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας. Αν λοιπόν αφαιρέσεις από μέσα σου αυτά τα δυο, τότε τα λόγια μόνα τους είναι ένας κούφιος θόρυβος. Αν με τη σύνεση μπορέσεις να κόψεις την πικρή ρίζα του θυμού, θα ξεριζώσεις μαζί της πολλά άλλα πάθη. Γιατί η δολιότητα, η υποψία, η θρασύτητα, η απιστία, η κακοήθεια, η επιβουλή και όλα τα συγγενικά πάθη είναι γεννήματα αυτής της κακίας. Ας μην κρύβουμε μέσα μας ένα τόσο μεγάλο κακό. Είναι αρρώστια της ψυχής, σκοτείνιασμα του νου, αποξένωση από το Θεό, αιτία φιλονικίας, αφορμή συμφοράς, πονηρό δαιμόνιο που κυριαρχεί στην ψυχή και αποκλείει την είσοδο του Αγίου Πνεύματος. Γιατί όπου είναι έχθρες, φιλονικίες, θυμοί, φατρίες, διαμάχες, που διαρκώς ταράζουν την ψυχική γαλήνη, εκεί το πνεύμα της πραότητος δεν αναπαύεται.
Όταν νιώσεις τον πειρασμό να βρίσεις, σκέψου ότι δοκιμάζεσαι. Θα πάς με το μέρος του Θεού, δείχνοντας μικροθυμία, ή θα τρέξεις προς το διάβολο, δείχνοντας την αγαθή μερίδα; Γιατί ή θα ωφελήσεις και τον αντίπαλο ακόμα με το παράδειγμα της πραότητός σου ή θα ζημιωθείτε κι οι δύο με τον εγωισμό σου. Δυο πράγματα κι εσύ ν’ αποφεύγεις: Να μη θεωρείς τον εαυτό σου άξιο για επαίνους και να μη νομίζεις κανέναν κατώτερό σου. Με τον τρόπο αυτό ποτέ δεν θ’ ανάψει μέσα σου ο θυμός για τις προσβολές που σου γίνονται… Το θυμό σου να τον στρέφεις εναντίον του ανθρωποκτόνου διαβόλου, που είναι ο πατέρας του ψεύδους και ο πρόξενος κάθε αμαρτίας. Mόνον τότε επιτρέπεται ο θυμός, όταν είναι εναντίον του διαβόλου και της αμαρτίας, όχι κατά των ανθρώπων. Να είσαι όμως σπλαχνικός με τον αδελφό σου, γιατί αν συνεχίσει ν’ αμαρτάνει, θα παραδοθεί στο αιώνιο πυρ μαζί με το διάβολο. Όπως διαφέρουν οι λέξεις θυμός και οργή, έτσι διαφέρουν και οι σημασίες τους.
Ὅποιος λοιπόν θέλει νά ἀγωνισθεῖ καί νά φθάσει στήν τελειότητα, πρέπει νά κρατήσει τόν ἑαυτό του μακριά ἀπό τήν ὀργή καί τό θυμό, καθώς καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος μας παραγγέλλει: «Κάθε ἔχθρα καί ὀργή καί θυμός καί κραυγή καί βλασφημία, ἄς εἶναι μακριά ἀπό σας, μαζί μέ κάθε κακία». Διότι «ὅποιος μισεῖ τόν ἀδελφό του, εἶναι ἀνθρωποκτόνος». Γιατί, στ' ἀλήθεια, πώς θά φθάσει κάποιος στήν τελείωση, πώς θά μπορέσει νά προσευχηθεῖ, ὅταν καλλιεργεῖ μέσα στήν καρδιά του τό μίσος, τή μνησικακία, πού κι αὐτά τά γεννάει στήν ψυχή ὁ θυμός καί ἡ ὀργή; Ὁ ἀββᾶς Κασσιανός ὁ Ρωμαῖος μας δηλώνει ξεκάθαρα καί μᾶς λέει πώς ὅποιος θέλει νά φθάσει στήν τελείωση καί ἐπιθυμεῖ νά ἀγωνίζεται τόν πνευματικό ἀγῶνα «ἀπό παντός ἐλαττώματος ὀργῆς τέ καί θυμοί) ἀλλότριος ἔσται». Γιατί, ἄν ὁ νοῦς ἀμαυρωθεῖ μέ τό σκότος τῆς μνησικακίας, θά χάσει τό φῶς τῆς γνώσεως καί θά στερηθεῖ «καί τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τότε μόνο ἔχουμε τό δικαίωμα, μᾶς λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, νά χρησιμοποιήσουμε τό θυμό, ὅταν τόν στρέφουμε ἐναντίον τῶν παθῶν μας καί τῶν φιλήδονων λογισμῶν μας. Γι' αὐτό λέει καί ὁ προφήτης Δαβίδ «νά ὀργίζεσθε καί νά μήν ἁμαρτάνετε». Δηλαδή, νά ὀργίζεσθε ἐναντίον τῶν παθῶν σας καί τῶν πονηρῶν λογισμῶν σας, ἀλλά νά μήν ἐκτελεῖτε αὐτά πού σας ὑπαγορεύουν.
Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος μας παροτρύνει καί μας συμβουλεύει, σχετικά μέ τήν ὀργή, κάτι πολύ χρήσιμο καί πρακτικό γιά τήν καθημερινή μας ζωή. «Ὁ ἥλιος», λέει, «νά μή βασιλεύει, ἀφήνοντάς σας θυμωμένους, οὔτε νά δίνετε τόπο στόν διάβολο». Τί θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς γιά ὅλα αὐτά, ὅταν πολλές φορές ἡ ὀργή δέν κυριεύει τήν ψυχή μας μόνο μέχρι τή δύση τόν ἥλιου, ἀλλά παραμένει μέσα μας ζωντανή γιά πολλές ἡμέρες καί μάλιστα μερικές φορές καί γιά χρόνια; Τό πάθος ὅμως αὐτό τῆς ὀργῆς καί τοῦ θυμοῦ, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, «κραταιώνεται καί γίνεται ἀκατάλυτο», γιατί ἔχει βάση τήν ὑπερηφάνεια, ὑποστηρίξε ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής. Καί ὁ Κύριος μας, Ἰησοῦς Χριστός, δέν θέλει νά τρέφουμε μίσος ἡ λύπη ἡ ὀργή ἡ μνησικακία γιά ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ἀλλά θέλει νά τρέφουμε ἀγάπη, νά τόν θεωροῦμε ὡς εἰκόνα δική Του, «ὡς Χριστόν ἐν ἑτέρᾳ μορφή», διότι αὐτό μας ὁδηγεῖ στό «κατά φύσιν» καί μας κάνει θεούς «κατά Χάριν». Ὁ λόγος του εἶναι ζωντανός, ἀριστοτεχνικός, καί μέ τήν ἐπιδεξιότητα πού τόν διακρίνει, μᾶς ὁδηγεῖ στή συνειδητοποίηση τοῦ μεγέθους τοῦ πάθους τῆς ὀργῆς, στή γνήσια μετάνοια, στήν ἀοργησία καί ἐν τέλει στήν ἀπάθεια, μέ βάση πρῶτα - πρῶτα τή λογική, καί ἔπειτα τήν ταπεινόφρονη συμπεριφορά, κατά μίμηση τόν Κυρίον μας Ἰησοῦ Χρίστου, ὁ Ὁποῖος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐχ ἠπείλει» (Α' Πέτρ. 2, 23).
Ας συμμορφωθούμε, λοιπόν, με την εντολή του αποστόλου Παύλου, «Διώξτε μακριά σας κάθε δυσαρέσκεια, θυμό, οργή, κραυγή, κατηγόρια, καθώς και κάθε άλλη κακότητα» (Εφ. 4,31), και ας περιμένουμε την εκπλήρωση της υποσχέσεως που έδωσε ο Κύριος στους πράους: «Μακάριοι είναι οι πράοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη της επαγγελίας»(Ματθ. 5,5).

Θα ήθελα επίσης να αναφέρω κάτι που συνήθως κάνουμε όλοι μας να δικαιολογούμαι τον θυμό μας.

Ποτέ να μη δικαιολογούμε τον θυμό μας, όσο δυσμενείς κι αν είναι οι περιστάσεις. Μη λέμε αβασάνιστα εκείνο το επιπόλαιο και ένοχο, που είναι ασυγχώρητη δικαιολογία: “Ο δικός μου θυμός περνά γρήγορα”. Περνά ίσως γρήγορα, αλλά τι αφήνει πίσω του; Είναι πολύ δύσκολο -και συχνά αδύνατο- να επανορθώσουμε ό,τι καταστρέψαμε με το θυμό μας. Μετά τη θύελλα και το χαλάζι ξαναβγαίνει ασφαλώς ο ήλιος, αλλ’ όμως πίσω ολόκληρες εκτάσεις παραμένουν καταστρεμμένες. Ο Μέγας Αλέξανδρος για λίγο θύμωσε, όμως πάνω σ’ αυτό τον θυμό του φόνευσε τον εκλεκτό φίλο του και στρατηγό του Κλείτο. Και πέρασαν τρεις μέρες που τον θρηνούσε, μάταια όμως διότι το κακό έμεινε ανεπανόρθωτο.
Ο θυμός μας, έστω κι αν είναι ολιγοχρόνιος, πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε, δεν είναι δείγμα παλληκαριάς και δυναμισμού, αλλά γνώρισμα αδυναμίας και απαιδευσίας και αναίδειας. Ανδρισμός και ηρωισμός και ευγένεια ψυχής και ήθος ψηλό είναι η πραότης, η γλυκύτης, και η ανεξικακία. “κρείσσων ἀνὴρ μακρόθυμος ἰσχυροῦ, ὁ δὲ κρατῶν ὀργῆς κρείσσων καταλαμβανομένου πόλιν” (Παροιμ. ιστ’ 32). Δηλαδή, ο άνθρωπος που δε θυμώνει, είναι δυνατότερος από τον ισχυρό και χειροδύναμο, εκείνος δε, που συγκρατεί τον θυμό του και έχει αυτοκυριαρχία, είναι ανώτερος από τον πορθητή, που κυριεύει πόλεις και φρούρια οχυρωμένα.
Πρέπει να το εννοήσουμε και να το παραδεχθούμε, ότι ο θυμός δεν αποτελεί φυσιολογική αντίδραση της ψυχής στις δύσκολες περιστάσεις και στην ορθή αντιμετώπιση των ποικίλων προβλημάτων της ζωής. Με τον θυμό δεν κερδίζουμε, αλλά χάνουμε, δεν οικοδομούμε, αλλά κατεδαφίζουμε. Με το θυμό κάνουμε δυσκολότερη και προβληματική τη ζωή μας. Και στο κακό που τυχόν υπάρχει προσθέτουμε μεγαλύτερο κακό. Οι δυσκολίες της ζωής, που ποτέ δε θα λείψουν και από κανέναν, για να αντιμετωπιστούν σωστά και θεάρεστα, απαιτούν από όλους μας πολλή υπομονή και αξιοπρεπή και ειρηνική αντιμετώπιση.
Ποια είναι άραγε η καλύτερη θεραπεία του θύμου;
1. Η ολοσχερής θεραπεία του πάθους του θυμού μόνο τότε θα ευοδωθεί και η ψυχή θα ελευθερωθεί από τα βαριά δεσμά της, εάν το κακό χτυπηθεί στη ρίζα του, που είναι ο επάρατος εγωισμός μας. Η ρήσις του Ψαλμωδού “ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με” (Ψ. 114, 6) έχει και εδώ απόλυτα την εφαρμογή της. Όπως το δέντρο, όταν κοπούν οι ρίζες του, αυτομάτως ξεραίνεται, έτσι και ο θυμός ξεραίνεται, όταν κοπεί η ρίζα του. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός και αποτελεί κανόνα, ότι οι ταπεινόφρονες ποτέ δε θυμώνουν. Και στη δική μας ψυχή, όταν νεκρωθεί ο πολυκέφαλος εγωισμός και αποκτήσουμε αληθινή ταπείνωση, ουδέποτε θα οργιζόμαστε και θα θυμώνουμε, αλλά παντού και πάντοτε θα διατηρούμαστε πράοι και ειρηνικοί, απαθείς και ατάραχοι. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε την προτροπή του Κυρίου: “Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πραος εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ“.
2. Ας ακούσουμε και εις το σημείο αυτό την Πατερική σοφία και εμπειρία:
–Μακάριος είναι, αδελφοί μου, λέγει ο αββάς Δωρόθεος, εκείνος που έχει ταπείνωση. Γιατί η ταπείνωση είναι μεγάλη αρετή. Πετυχημένα δε ο άγιος εκείνος χαρακτήρισε αυτόν που έχει αληθινή ταπείνωση λέγοντας: “Η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανέναν”. Και αυτό μοιάζει σαν παράξενο πράγμα. Γιατί η ταπείνωση αντιτίθεται μόνο στην κενοδοξία και απ’ αυτή μόνο φαίνεται ότι προστατεύει τον άνθρωπο. Οργίζεται όμως κανείς και για χρήματα και για φαγητά. Πώς λοιπόν λέει ότι η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανέναν; Η ταπείνωση είναι μεγάλη αρετή, όπως είπαμε, και έχει τη δύναμη να ελκύει τη χάρη του Θεού στην ψυχή.. Λοιπόν, όταν έρθει η ίδια η χάρη του Θεού, σκεπάζει την ψυχή από τ’ άλλα δύο αυτά βαριά πάθη… Πραγματικά αν δεν σκεπαστεί αυτός γρήγορα με την ταπείνωση, σιγά σιγά καταντάει σε δαιμονική κατάσταση ταράζοντας τον εαυτό του και τους άλλους… Μόλις φανεί το φως, υποχωρεί το σκότος. Ομοίως μόλις “μυρίσει” η ταπείνωση, εξαφανίζεται κάθε πικρία και θυμός”.
Ο Μέγας Αντώνιος μιλάει γενικότερα για τους πειρασμούς, στους οποίους συμπεριλαμβάνει το πάθος του θυμού: “Είδα όλες τις παγίδες του πονηρού απλωμένες πάνω στη γη και στενάζοντας είπα: Ποιος μπορεί τάχα να τις προσπεράσει; Και μια φωνή μου αποκρίθηκε: Η ταπεινοφροσύνη“.
Επομένως, η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας, δηλαδή η μετάνοια, αποτελεί ισχυρό χαλινάρι κατά του θυμού και της οργής. Όταν βαθειά συναισθάνομαι και αναγνωρίζω ότι είμαι αμαρτωλός και ένοχος και φταίχτης σε πολλά, όταν “τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διὰ παντὸς” (Ψ. ν’ 5), ασφαλώς αυτή η συντριβή και η συναίσθηση, που είναι εκδήλωση ταπεινώσεως, θα με συγκρατεί από το θυμό και θα με βοηθήσει να είμαι συμπαθής και επιεικής στα λάθη και τα σφάλματα, στις παραλείψεις και τις αφορμές των άλλων και δε θα θυμώσω. “Εκείνος που μετανοεί, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, δεν πρέπει να οργίζεται, ούτε να θυμώνει και να αγριεύει, αλλά να συντρίβεται εσωτερικά, εφ’ όσον είναι ένοχος, δεν έχει παρρησία, είναι καταδικασμένος, μπορεί να σωθεί μόνο κατά χάριν, φάνηκε αγνώμονας στον ευεργέτη του, και αχάριστος και ανάξιος και είναι άξιος για πολλές τιμωρίες. Αν σκέπτεται αυτά, δε θα αγανακτήσει, αλλά θα πενθήσει, θα κλάψει, θα στενάξει και οδύρεται νύχτα και μέρα. Εκείνος που μετανοεί δεν πρέπει ποτέ να λησμονήσει την αμαρτία του, αλλά να παρακαλεί τον Θεό να την ξεχάσει, ο ίδιος όμως δεν πρέπει ποτέ να τη λησμονεί” (ΕΠΕ 25, 316).
Όλα αυτά κάνουν τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος να αποφαίνεται: “Σε όσους μετανοούν τίποτα δεν είναι πιο αταίριαστο από την ταραχή του θυμού. Διότι η μετάνοια και η επιστροφή χρειάζονται πολλή ταπείνωση, ενώ ο θυμός δείχνει άνθρωπο γεμάτο από υπερηφάνεια“.
Με την αγάπη και την καλοσύνη προς όλους καταργείται η οργή μας λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
Η πρώτη και μεγάλη εντολή είναι βεβαίως η αγάπη στο Θεό. Αλλά και η δευτέρα, που είναι όμοια με την πρώτη, είναι η αγάπη στον πλησίον, στον συνάνθρωπο μας. «Αγαπήσεις και τον πλησίον σου ως σεαυτόν», λέγει ο Κύριος. Πρέπει επομένως, να ζήσωμε και με την αγάπη στον διπλανό μας. Έτσι θα πετύχωμεν τον τελικό προορισμό μας. Πρέπει να το νοιώσουμε. Είμαστε όλοι παιδιά του Θεού και αδέλφια αναμεταξύ μας και μαζί θα ζήσουμε στην αιωνιότητα. Αλλά, χωρίς αγάπη, πώς θα μπορέσωμεν να ζήσωμεν εκεί μαζί; Εκεί θα βασιλεύη η αγάπη και θα κυριαρχή η καλωσύνη. Μόνο δε όσοι απέκτησαν εδώ την αγάπην, θα είναι δεκτοί εις τον ευτυχισμένον εκείνον κόσμον. Αγάπην δε όχι μόνον στους συγγενείς μας. Αυτή είναι φυσική και αυτονόητος. Δεν λείπει και από τα άγρια θηρία. Δεν αγαπά επί παραδείγματι η τίγρις τα μικρά της; Ούτε μόνον στους φίλους μας και σε εκείνους, οι οποίοι μας έκαναν ή θα μας κάνουν καλό. Αυτή είναι αγάπη εμπορική. Τους κάνουμε καλό, για να μας εξυπηρετούν και αυτοί στην ανάγκη μας. Η αγάπη μας πρέπει να φθάνη και στους εχθρούς μας. «Πλήν αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιήτε και δανείζετε, ίνα γένησθε υιοί του Υψίστου...» λέγει ο Κύριος.
Η αγάπη αυτή στον διπλανό μας πώς εκδηλώνεται; Βεβαίως με το χέρι, αλλά και με το στόμα. Είναι υλική και πνευματική. Του δίδεις από ό,τι υλικά έχεις. Πρέπει να του δίδης και από τα πνευματικά που κατέχεις και γνωρίζεις. Του ωφελείς το σώμα. Πρέπει να του ωφελής και το πνεύμα, την ψυχή. Πώς; Απλούστατα με το να τον βοηθήσης να μάθη να εκτελέση και ο διπλανός σου τον προορισμό του. Όσον δε ανώτερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσον ανώτερη είναι και η πνευματική ελεημοσύνη από την υλικήν. Την πνευματική ελεημοσύνη μπορεί να την εξασκή ο καθένας μας. Ακόμη και ο πλέον φτωχός, ο δούλος. Η Αγ. Ειρήνη στην σκλαβιά της κατόρθωσε να διαδώση τον Χριστιανισμό εις ολόκληρο το έθνος των Περσών. Η αγάπη δεν είναι μόνον δόσιμο. Διότι πιθανόν να μην έχης να δώσης. Άρα δεν θα πετύχης τον προορισμόν σου; Η αγάπη είναι εσωτερική. Δεν μπορείς να δίδης, χωρίς να έχης αγάπη, «τα λόγια σου με εχόρτασαν και το ψωμί σου φάτο», λέγει ο λαός. Ο δε Απ. Παύλος το τονίζει καθαρά: «εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντα μου και παραδώ το σώμα μου, ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι».
Τι ευτυχία, άλλωστε, αισθάνεται όποιος αγαπά, όταν στερήται αυτός για τον άλλον, όταν κουράζεται αυτός για τον διπλανό του! Η μάνα, που αγαπά το μικρό της, έστω και με την φυσική της αγάπη, πόσο αισθάνεται ευτυχισμένη, όταν στερήται αυτή και κουράζεται για το παιδί της! Η ευτυχία αυτή είναι ολοκληρωμένη στην Βασιλείαν του Θεού. Επομένως όταν αγωνίζεσαι να ζης με αγάπη στο Θεό και στον πλησίον σου, τότε είσαι μέσα στον προορισμό σου, για τον οποίον ζης.
Η έμπρακτη αγάπη: Συνήγορος μας την δευτέρα παρουσία
Η Εκκλησία μας ενθυμείται τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού καί τήν Κρίση καί τόν ξεχωρισμό των αν­θρώπων. Βαρυσήμαντα πράγματα. Τό Ιερό Ευαγγέλιο μας μιλάει γι’ αυτό. Καί ό Δίκαιος Κριτής, ό φιλάνθρω­πος Χριστός μας, γιά νά ξεχωρίσει τούς καλούς άπό τούς κακούς, θέτει ώς κριτήριο τήν έμπρακτη άγάπη, καί μάλιστα τήν άγάπη εκείνη πού γίνεται μέ εύκολο τρόπο.
Ο Υιός του Θεού έγινε καί Υιός του ανθρώπου, καί επήρε έπάνω Του όλη τήν ανθρώπινη φύση, οπότε κάθε ανθρωπάκος είναι δικός Του, άκόμα καί ο μή χριστια­νός, ό όποιος μέ τή σάρκωση, τόν Σταυρό, καί τήν Α­νάσταση του Ιησού εγινε δυνάμει χριστιανός, αντιπροσωπεύεται από τόν Κύριο. Καί μάς έδωσε ’Εκείνος τήν εύκολη άγάπη. Μας είπε, δηλαδή, «Επείνασα καί μου δώκατε νά φάω, εδίψασα καί μέ ποτίσατε, καί ήμουν γυμνός καί μέ σκεπάσατε». Οι βασικές, άπόλυτες, ανθρώπινες ανάγκες. Όποιος πεινά πραγματικά, λίγο ψωμάκι θέλει- καί οποίος διψά, λίγο νεράκι, καί μάλι­στα στήν Παλαιστίνη ήταν λιγοστό. Καί οποίος δέν έ­χει νά βάλει τίποτα έπάνω του, ένα ρουχαλάκι χρειάζε­ται. Πολύ σπουδαία αυτά. Καί μάλιστα απευθύνεται εδώ ό Χριστός στή φιλαυτία μας. Καί μείς αν πεινάγα­με, θά θέλαμε νά μας δώσουν νά φάμε καί αν διψάγα­με, θά θέλαμε νά μάς ποτίσουν κι άν δέν είχαμε ρούχο νά βάλουμε επάνω μας, θά θέλαμε ένα ρουχαλάκι. Έ, αύτό πού θέλουμε εμείς, τό θέλουν ακριβώς καί οί άλλοι. Οι άλλοι, οί χριστιανοί αδελφοί μας, καί οι υπόλοιποι συνάνθρωποι, τά πλάσματα του Θεού. Καί στή συνέχεια ό Κύριος λέγει άλλες τρεις κατα­στάσεις ανθρώπων: τούς φυλακισμένους, τούς άρρω­στους, καί τούς ξένους. Είναι κακό ή φυλακή, και μάλι­στα νά είσαι μέσα άδικα κρατούμενος. Είναι κακό ή ξενιτειά, διότι δέν έχεις κανέναν, δέν νοιώθεις στήριγμα, αισθάνεσαι μόνος. Καί ακόμα, ή αρρώστια καί ή ανημπόρια, κι ή κατάκλιση στό κρεββάτι είναι άπό τά πιό σοβαρά. Νομίζεις πώς πεθαίνεις, πώς χάνεσαι, πώς φεύγεις. Κι αν έλθει κάποιος νά σέ δει, σου φέρνει τή ζωή, σου δίνει τήν ευχή νά γίνεις καλά. Καί τότε παίρ­νεις τά πάνω σου, παίρνεις δύναμη. Καί σημειώνουν οί πατέρες καί ερμηνευτές ότι ό Κύριος δέν θά μας πει: «Γιατί δέν αναστήσατε καί δέν κάματε καλά τόν πεθα­μένο; Γιατί δέν βγάλατε άπό τη φυλακή τόν φυλακι­σμένο; —δέν είναι κι εύκολο— καί γιατί δέν δώσατε τά πάντα στόν ξένο;...», άλλά «...γιατί δέν τόν έπισκεφθήκατε;».
Μέ απλά πράγματα, μέ απλές κινήσεις, μέ απλές πράξεις, καί μέ τά ποδαράκια καί τά χεράκια μας μπορούμε νά κάνουμε τόσα καλά στους εν Χριστώ άδελφούς μας καί στά υπόλοιπα άνθρωπάκια. Μπορούμε νά κάνουμε. Άλλά τί κάνουμε; Άμελούμε. Άμελούμε καί μας ξεφεύγει τό καλό άπό τά χέρια. Περνάει ό καιρός, διαβαίνουν οί χρόνοι, γερ­νάμε καί μετά είμαστε ανήμποροι νά κάνουμε τίποτα, καί κτυπάμε κάποτε καί τό κεφάλι μας.
Ό Κύριος, λοιπόν, Ίησους Χριστός, στή Δευτέρα Παρουσία, αυτές τίς πράξεις μας θά βάλει μπροστά, καί μέ βάση αυτές θά μας κρίνει, γιατί Εκείνος, τηρουμένων των αναλογιών, ήλθε στή γή γιά νά μάς ελεήσει, γιά νά μας θρέψει μέ τόν ουράνιο καί υπερουράνιο άρτο, τό Σώμα καί τό Αίμα Του, νά μάς ποτίσει μέ τό αθάνα­το νερό, πού ’ναι τό άγιο Πνεύμα καί ή Θεία Του Χάρις, καί νά μάς ντύσει μέ τόν χιτώνα τής αφθαρσίας, καί νά μάς βγάλει άπό τή φυλακή καί τόν εγκλωβισμό του εγωισμου καί τής φιλαυτίας, καί νά μάς κάμει δικούς Του, πού ’μαστέ ξένοι, καί νά μάς θεραπεύσει, πού ’μα­στέ άρρωστοι ψυχή τε καί σώματι.
Οί κακοί δέν θά καταλάβουν τίποτα στή Δευτέρα Παρουσία, γιατί ποτέ δέν κατάλαβαν ούτε τόν Χριστό, ούτε τόν συνάνθρωπο, γι’ αύτό καί αποκόπτονται καί πηγαίνουν στήν βασιλεία του σκότους καί του διαβόλου. Καί δέν θά τούς στείλει ο Χριστός· θά πάνε μόνοι τους εκεί, γιατί εκεί άνήκουν. Ενώ οί καλοί θά μείνουν μαζί μέ τόν Χριστό, γιατί Του ανήκουν. Ας μας φωτίσει ό Χριστός νά κάνουμε πάντοτε έμ­πρακτη άγάπη, κι αύτή θά είναι ο καλύτερος συνήγο­ρός μας κατά τή Δευτέρα Του Παρουσία.
 
ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΑΔΑΜΑΝΤΙΑ
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΔΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
Νέα ήθη και νέοι

Ζούμε σε μια εποχή συγχύσεως κατά την οποία οι θεσμοί κλονίζονται, οι παραδόσεις αμφισβητούνται, τα ήθη ατονούν ή, ακόμα, και αν διατηρούνται, έχουν απολέσει την πραγματική αξία και το βάθος τους και υφίστανται μόνο τυπικά. Κάθε τι ιερό αποχρωματίζεται ακόμα και στην ελληνορθόδοξη πατρίδα μας με τις ολέθριες τακτικές «εκσυγχρονισμού», που υιοθετούνται, ιδίως, το τελευταίο διάστημα. Μάλιστα, είναι τόσο μεγάλη η επιθυμία μας για «πρόοδο», ώστε, με γοργούς ρυθμούς, κλείνουμε τη θύρα σε ό,τι «οπισθοδρομικό» αποϊεροποιώντας μεταξύ άλλων το μυστήριο του γάμου, το θεσμό της οικογένειας και μάλιστα χωρίς φόβω Θεού. Παράλληλα, παρατηρούμε καίρια εκσυγχρονιστικά «χτυπήματα» στα θρησκευτικά και εθνικά ζητήματα, τα οποία αντιμετωπίζονται, κατεξοχήν, από τη σημερινή νεολαία, με ρηχότητα και αδιαφορία.
Αρχικά, το πρώτο ανάμεσα σε αυτά που θυσιάζουμε στο βωμό της δήθεν «προόδου» είναι ο γάμος, θεσμός θεοσύστατος, μυστήριο ιερότατο. Η εκκλησία, με το εν λόγω μυστήριο, ευλογεί τη σχέση ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, αντιμετωπίζοντάς τη με ιερότητα και ενισχύοντάς τη με τη θεία χάρη. Μέσω της θείας χάρης το ζευγάρι ενδυναμώνεται, ώστε να ανταπεξέρχεται τις δυσκολίες και τις θύελλες της ζωής και να ζει αρμονικά με απώτερο στόχο τη σωτηρία της ψυχής του και την ένωσή του με τον Αναστάντα Κύριό μας.
Ωστόσο, σήμερα οι νέοι πέραν του ότι προσέρχονται σε αυτό το μυστήριο χωρίς να είναι, καταλλήλως, προετοιμασμένοι, αναλώνονται στα της ετοιμασίας του γάμου δίνοντας, έτσι, έμφαση στην υλική-κοσμική του διάσταση. Παράλληλα, στη σύγχρονη «πολιτισμένη» κοινωνία μας, πολλοί επηρεασμένοι από τα κοσμικά πρότυπα, είτε συζούν, είτε επιλέγουν αντί του θρησκευτικού τον πολιτικό γάμο και δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου οι νέοι συνδυάζουν το γάμο με τη βάπτιση. Για τον πολιτικό η πρόφαση, συχνά, είναι η οικονομική ανέχεια και τούτο, διότι αντιλαμβάνονται το γάμο ως κοινωνική εκδήλωση και όχι ως μυστήριο. Για όσους επιχειρηματολογούν με αυτόν τον τρόπο υπέρ του πολιτικού γάμου, το αντεπιχείρημα είναι, ακριβώς, ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη το μυστήριο, για να λάβει τη θεία χάρη, την οποία ο Θεός χαρίζει σε όλους πλούσια και δωρεάν. Για τους πιστούς Χριστιανούς ο εν λόγω γάμος θεωρείται σχέση παράνομη και δίχως αξία. Ωστόσο, όσοι τον συνάπτουν, ναι, μεν, έχουν έστω κάποιες νομικές δεσμεύσεις, αλλά σε αυτή την περίπτωση απουσιάζει το σημαντικότερο, η ευλογία του Θεού που νομιμοποιεί τη σχέση.
Επιπροσθέτως, είναι της μόδας και τα σύμφωνα ελεύθερης συμβίωσης που δε συνεπάγονται ούτε νομικά κάποια ισόβια δέσμευση. Για όσους επιλέγουν αυτή τη μορφή συμβίωσης, που, επίσης, δεν έχει ως πνευματικό υπόβαθρο τη θεία χάρη και, επομένως, δεν νομιμοποιείται ενώπιον του Θεού, ο χωρισμός στην πρώτη τυχόν δυσκολία είναι η εύκολη λύση, εφόσον δεν υπάρχει διαζύγιο. Δυστυχώς, όμως, στους καιρούς της αποστασίας και της συγχύσεως, που ζούμε, αυτά τα σύμφωνα επεκτάθηκαν και στους ομόφυλους. «Ο προοδευτικός άνθρωπος» αυθαδίασε και χωρίς φόβο και ντροπή τόλμησε να περιφρονήσει τους θείους νόμους. Με το σύμφωνο αυτό εξαθλίωσε και εξευτέλισε τον άνθρωπο ως πρόσωπο και εικόνα Θεού. Νομοθέτησε, με κομπασμό και αλαζονεία, την αποκτήνωσή του, το δαιμονικό βίο και γεμάτος οίηση καυχάται προκλητικά για το κατόρθωμά του. Όμως, κάθε άλλη σχέση που δεν έχει την αναφορά της σε έναν άνδρα και μία γυναίκα θεωρείται ύβρις ενώπιον του Θεού.
Επιπλέον, η παραδοσιακή οικογένεια των αρχών του 20ου αιώνα αποτελούμενη από τα παιδιά, τους γονείς, τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τους θείους, τις θείες, ήταν ενωμένη και γεμάτη θαλπωρή και ασφάλεια για τα μέλη της. Στην εποχή μας αποτελείται από τα παιδιά και τους γονείς, ενώ οι παππούδες και οι γιαγιάδες απομακρύνονται όντας μόνοι τους ή και σε οίκους ευγηρίας. Η μητέρα, επειδή οι ανάγκες το απαιτούν, έχει ενταχθεί και αυτή παράλληλα με τον πατέρα στο εργασιακό περιβάλλον αναλαμβάνοντας πολυποίκιλους ρόλους με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος σκορπισμού και διάσπασης της οικογένειας. Απουσιάζουν, όμως, και τα παιδιά που, καθώς μεγαλώνουν, δραστηριοποιούνται σε πολλούς τομείς με συνέπεια να μη βρίσκονται στο σπίτι παρά ελάχιστες ώρες. Παλαιότερα, η ώρα του φαγητού ήταν ένα είδος ιεροτελεστίας που το πλαισίωνε η προσευχή και η επικοινωνία μεταξύ των μελών της οικογένειας, ενώ σήμερα ο καθένας απολαμβάνει το φαγητό μόνος του μπροστά στην τηλεόραση χωρίς να βιώνει την οικογενειακή θαλπωρή. Συνεπώς, η άλλοτε δεμένη οικογένεια έγινε σήμερα κέντρο διερχομένων.
Παράλληλα, ο τρόπος διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου έχει υποστεί αλλαγές συγκριτικά με το παρελθόν. Οι νέοι του χθες συνήθιζαν να συγκεντρώνονται σε φιλικά σπίτια όλοι μαζί ή σε πανηγύρια κυρίως στα χωριά και στα νησιά, έθιμο που ευτυχώς συναντάται ακόμα και σήμερα σε ορισμένες περιοχές. Σήμερα, η γενική εικόνα στις πόλεις αποτυπώνει περισσότερο αυτό που λέμε διασκέδαση (από το ρήμα της αρχαίας ελληνικής διασκεδάννυμι= διασκορπίζομαι εγώ και κατά συνέπεια και το μυαλό μου, άρα ξεφεύγω από κάθε τι πνευματικό) παρά την ψυχαγωγία, δηλαδή την αγωγή της ψυχής. Οι νέοι βρίσκονται σε ηλεκτρονικό κλοιό και συνήθως επιλέγουν την διασκέδασή τους μπροστά στον Η/Υ περνώντας ατελείωτες ώρες μοναξιάς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τους εικονικούς τους φίλους. Παραδίδονται σε κοσμικές, εφήμερες απολαύσεις, ζώντας μακριά από το Θεό. Η πλήξη και η συνεπακόλουθη αύξηση της βίας, της εγκληματικότητας αλλά και των αμβλώσεων είναι μερικές μόνο από τις συνέπειες που έπονται αυτού του τρόπου ζωής.
Ακόμα και η σχέση εκκλησίας και νέων διέρχεται κρίση. Παλαιότερα όλη η οικογένεια ανελλιπώς βρισκόταν κάθε Κυριακή στη θεία λειτουργία έχοντας προετοιμαστεί κατάλληλα. Σήμερα παρατηρεί κανείς με θλίψη ελάχιστους νέους στους ναούς μια και οι περισσότεροι ξενυχτούν σε μπαράκια και κλαμπ μέχρι αργά, οπότε για εκκλησία την Κυριακή ούτε λόγος. Επίσης, η εκκλησία συκοφαντείται και διαβάλλεται με αποτέλεσμα πολλοί νέοι να απομακρύνονται, ενώ, όσοι με τόλμη δηλώνουν φανερά την πίστη τους, γίνονται αντικείμενο ειρωνείας και χλευασμού. Αναντίρρητα, στη σημερινή εποχή κάθε πράξη αμαρτίας προκρίνεται και επιβραβεύεται, ενώ ό,τι αγνό συνδέεται με το παρωχημένο και κατακρίνεται ωσάν να ήταν έγκλημα. Η κοινωνία μας, όμως, μέσω της αμαρτίας, που θεωρείται πλέον δικαίωμα και μέσο απελευθέρωσης του ανθρώπου, αποπνευματικοποείται και ολισθαίνει στην «κοσμική» κατηφόρα.
Αναφορικά με τα εθνικά ζητήματα οι νέοι σήμερα χαρακτηρίζονται από έλλειψη πατριωτισμού και δεν είναι το ίδιο θερμοί και πρόθυμοι να αγωνιστούν με αίσθημα αυτοθυσίας υπέρ της πατρίδος μας σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό συμβαίνει, διότι, είτε αγνοούν ακόμα και σημαντικά ιστορικά γεγονότα, είτε αδιαφορούν, γιατί είναι χαμένοι σε ένα πνεύμα υλισμού και ανέσεων. Ακόμα, παρασυρμένοι από «προοδευτικές» αντιλήψεις σχετικά με την πατρίδα, αντιμετωπίζουν τα εθνικά θέματα άτονα και χλιαρά. Παράλληλα, αφότου ξέσπασε στην Ελλάδα η οικονομική κρίση, η νεολαία μας, που αναμφισβήτητα είναι το ζωτικό κομμάτι της, καταφεύγει στο εξωτερικό με στόχο καλύτερες ευκαιρίες ζωής και ικανοποίηση των επαγγελματικών της φιλοδοξιών. Το δυστύχημα είναι ότι, όσοι εγκαταλείπουν την πατρίδα μας, που είναι στην πλειονότητά τους πλήρως κατηρτισμένοι, σπάνια επιστρέφουν, γεγονός που θα βοηθούσε τη χώρα να ορθοποδήσει. Ταυτόχρονα, κατά πυκνά κύματα κατακλύζουν τη χώρα μας μετανάστες με άμεσες συνέπειες την διάσπαση της εθνικής ενότητας και την αλλοίωση του πληθυσμού να υποβόσκουν.
Όλα τα παραπάνω αναφέρονται σε μία μερίδα νέων και όχι στη νεολαία ως σύνολο. Ευτυχώς, υπάρχουν, ακόμα, νέοι που ζουν με ήθος και ευπρέπεια αφοσιωμένοι στις αλήθειες της πίστεώς μας. Διακρίνονται για το αγωνιστικό τους φρόνημα, τα οράματα, τις αξίες και τα ιδανικά και πρωταρχικό τους μέλημα αποτελεί η διαφύλαξη της ελληνορθόδοξης παράδοσης, διότι χωρίς αυτήν κινδυνεύουμε να χαθούμε ως έθνος. Επομένως, ας μην απελπιζόμαστε, υπάρχει φως στο τέλος του τούνελ! Η ελπίδα, η παρηγοριά, το στήριγμά μας σε αυτό τον αγώνα είναι ο Θεός! Ας αναθέσουμε με εμπιστοσύνη σε Εκείνον όλες τις ανησυχίες και τα προβλήματα, που βιώνουμε, ας ακολουθήσουμε το δρόμο της ειλικρινούς μετάνοιας, της πνευματικής ζωής και ας αφήσουμε σε Αυτόν τη λύση.
Αναστασία Γλαράκη, Νικολίτσα Γλαράκη
φιλόλογοι
Μεγάλη Σαρακοστή, πορεία πρὸς τὸ Πάσχα
π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν 



Ὅταν κάποιος ξεκινάει γιὰ ἕνα ταξίδι θὰ πρέπει νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἕνα πνευματικὸ ταξίδι ποὺ προορισμός του εἶναι τὸ Πάσχα, ἡ Ἑορτὴ Ἑορτῶν». Εἶναι ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν «πλήρωση τοῦ Πάσχα, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ Ἀποκάλυψη». Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε μὲ τὴν προσπάθεια νὰ καταλάβουμε αὐτὴ τὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ Σαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα, γιατὶ αὐτὴ ἀποκαλύπτει κάτι πολὺ οὐσιαστικὸ καὶ πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή μας.
Ἄραγε εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐξηγήσουμε ὅτι τὸ Πάσχα εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μία γιορτή, πολὺ πέρα ἀπὸ μία ἐτήσια ἀνάμνηση ἑνὸς γεγονότος ποὺ πέρασε; Ὁ καθένας πού, ἔστω καὶ μία μόνο φορά, ἔζησε αὐτὴ τὴ νύχτα «τὴ σωτήριο, τὴ φωταυγὴ καὶ λαμπροφόρο», ποὺ γεύτηκε ἐκείνη τὴ μοναδικὴ χαρά, τὸ ξέρει αὐτό.
Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ χαρὰ; Γιατί ψέλνουμε στὴν ἀναστάσιμη λειτουργία: νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια»; Μὲ ποιὰ ἔννοια ἑορτάζομεν» - καθὼς ἰσχυριζόμαστε ὅτι τὸ κάνουμε - θανάτου τὴν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν...;
Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις ἡ ἀπάντηση εἶναι: ἡ νέα ζωὴ ἡ ὁποία πρὶν ἀπὸ δυὸ χιλιάδες περίπου χρόνια ἀνέτειλεν ἐκ τοῦ τάφου», προσφέρθηκε σὲ μᾶς, σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό. Μᾶς δόθηκε τὴ μέρα ποὺ βαφτιστήκαμε, τὴ μέρα δηλαδὴ ποὺ ὅπως λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος: ... συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν (Ρωμ. 6,4).
Ἔτσι τὸ Πάσχα πανηγυρίζουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν γεγονὸς ποὺ ἔγινε καὶ ἀκόμη γίνεται σὲ μᾶς. Γιατὶ ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἔλαβε τὸ δῶρο αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς καὶ τὴ δύναμη νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ καὶ νὰ ζήσει διὰ μέσου της. Εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ ριζικὰ ἀλλάζει τὴ διάθεσή μας ἀπέναντι σὲ κάθε κατάσταση αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀκόμη καὶ ἀπέναντι στὸ θάνατο. Μᾶς δίνει τὴ δύναμη νὰ ἐπιβεβαιώνουμε θριαμβευτικὰ τό: νικήθηκε ὁ θάνατος». Φυσικὰ ὑπάρχει ἀκόμα ὁ θάνατος, εἶναι σίγουρος, τὸν ἀντιμετωπίζουμε, καὶ κάποια μέρα θὰ ἔρθει καὶ γιὰ μᾶς. Ἀλλὰ ὅλη ἡ πίστη μας εἶναι ὅτι μὲ τὸ δικό Του θάνατο ὁ Χριστὸς ἄλλαξε τὴ φύση ἀκριβῶς τοῦ θανάτου. Τὸν ἔκανε πέρασμα - διάβαση», Πάσχα» - στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνοντας τὴ δραματικότερη τραγωδία σὲ αἰώνιο θρίαμβο, σὲ νίκη. Μὲ τὸ θανάτῳ θάνατον πατήσας», μᾶς ἔκανε μέτοχους τῆς Ἀνάστασής Του. Ἀκριβῶς γι αὐτὸ στὸ τέλος τοῦ ὄρθρου τῆς Ἀνάστασης - στὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου - λέμε θριαμβευτικά: Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι».
Τέτοια εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐπιβεβαιώνεται καὶ φανερώνεται μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἀναρίθμητων ἁγίων της. Ἀλλὰ μήπως δὲ ζοῦμε καθημερινὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ πίστη σπάνια γίνεται καὶ δική μας ἐμπειρία; Μήπως δὲ χάνουμε πολὺ συχνὰ καὶ δὲν προδίνουμε αὐτὴ τὴ νέα ζωὴ ποὺ λάβαμε σὰν δῶρο, καὶ στὴν πραγματικότητα ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ σὰν νὰ μὴν ἔχει νόημα γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ μοναδικὸ γεγονὸς; Καὶ ὅλα αὐτὰ ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας μας, τῆς ἀνικανότητάς μας νὰ ζοῦμε σταθερὰ μὲ πίστη ἐλπίδα καὶ ἀγάπη», στὸ ἐπίπεδο ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἀνέβασε ὁ Χριστὸς ὅταν εἶπε: Ζητεῖτε πρώτον τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην Αὐτοῦ. Ἁπλούστατα ἐμεῖς ξεχνᾶμε ὅλα αὐτὰ γιατὶ εἴμαστε τόσο ἀπασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στὶς καθημερινὲς ἔγνοιες μας καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ξεχνᾶμε, ἀποτυχαίνουμε. Μέσα σ αὐτὴ τὴ λησμοσύνη, τὴν ἀποτυχία καὶ τὴν ἁμαρτία ἡ ζωή μας γίνεται ξανὰ παλαιὰ», εὐτελής, σκοτεινὴ καὶ τελικὰ χωρὶς σημασία, γίνεται ἕνα χωρὶς νόημα ταξίδι γιὰ ἕνα χωρὶς νόημα τέρμα. Καταφέρνουμε νὰ ξεχνᾶμε ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο καὶ τελικά, ἐντελῶς αἰφνιδιαστικά, μέσα στὶς «ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς» μᾶς ἔρχεται τρομακτικός, ἀναπόφευκτος, παράλογος. Μπορεῖ κατὰ καιροὺς νὰ παραδεχόμαστε τὶς ποικίλες ἁμαρτίες μας καὶ νὰ τὶς ἐξομολογούμαστε, ὅμως ἐξακολουθοῦμε νὰ μὴν ἀναφέρουμε τὴ ζωή μας σ᾿ ἐκείνη τὴ νέα ζωὴ ποὺ ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε καὶ μᾶς ἔδωσε. Πραγματικὰ ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ἦρθε ποτὲ Ἐκεῖνος. Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη πραγματικὴ ἁμαρτία, ἡ ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ ἀπύθμενη θλίψη καὶ τραγωδία ὅλων τῶν κατ᾿ ὄνομα χριστιανῶν.
Ἂν τὸ ἀναγνωρίζουμε αὐτό, τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τί εἶναι τὸ Πάσχα καὶ γιατὶ χρειάζεται καὶ προϋποθέτει τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Γιατὶ τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλος ὁ κύκλος τῶν ἀκολουθιῶν της ὑπάρχουν, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ξαναβροῦμε τὸ ὅραμα καὶ τὴν γεύση αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς, ποὺ τόσο εὔκολα χάνουμε καὶ προδίνουμε, καὶ ὕστερα νὰ μπορέσουμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν Ἐκκλησία. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ ἐπιθυμοῦμε κάτι ποὺ δὲν τὸ ξέρουμε; Πῶς μποροῦμε ἂν βάλουμε πάνω ἀπὸ καθετὶ ἄλλο στὴ ζωή μας κάτι ποὺ ποτὲ δὲν ἔχουμε δεῖ καὶ δὲν ἔχουμε χαρεῖ; Μὲ ἄλλα λόγια: πῶς μποροῦμε, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναζητήσουμε μιὰ Βασιλεία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχουμε ἰδέα; Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ εἶναι ἀκόμα καὶ τώρα ἡ εἴσοδος καὶ ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὴ νέα ζωὴ τῆς Βασιλείας. Μέσα ἀπὸ τὴ λειτουργική της ζωὴ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκαλύπτει ἐκεῖνα ποὺ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Κορ. 2,9). Καὶ στὸ κέντρο αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, σὰν καρδιά της καὶ μεσουράνημά της - σὰν ἥλιος ποὺ οἱ ἀκτίνες του διαπερνοῦν καθετὶ - εἶναι τὸ Πάσχα. Τὸ Πάσχα εἶναι ἡ πόρτα, ἀνοιχτὴ κάθε χρόνο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὑπέρλαμπρη Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πρόγευση τῆς αἰώνιας χαρᾶς ποὺ μᾶς περιμένει, εἶναι ἡ δόξα τῆς νίκης ἡ ὁποία ἀπὸ τώρα, ἂν καὶ ἀόρατη, πλημμυρίζει ὅλη τὴν κτίση: νικήθηκε ὁ θάνατος».
Ὁλόκληρη ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὀργανωμένη γύρω ἀπὸ τὸ Πάσχα, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ λειτουργικὸς χρόνος, δηλαδὴ ἡ διαδοχὴ τῶν ἐποχῶν καὶ τῶν ἑορτῶν, γίνεται ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα στὸ Πάσχα, ποὺ εἶναι τὸ Τέλος καὶ ποὺ ταυτόχρονα εἶναι ἡ Ἀρχή. Εἶναι τὸ τέλος ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὰ παλαιὰ» καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς «νέας ζωῆς», μιὰ συνεχὴς «διάβαση ἀπὸ τὸν «κόσμο τοῦτο» στὴν Βασιλεία ποὺ ἔχει ἀποκαλυφτεῖ ἐν Χριστῷ.
Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἡ παλαιὰ» ζωή, ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς μικρότητας, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξεπεραστεῖ καὶ ν᾿ ἀλλάξει. Τὸ Εὐαγγέλιο περιμένει καὶ ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνει μιὰ προσπάθεια ἡ ὁποία, στὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται τώρα ὁ ἄνθρωπος, εἶναι οὐσιαστικὰ ἀπραγματοποίητη. Ἀντιμετωπίζουμε μία πρόκληση. Τὸ ὅραμα, ὁ στόχος, ὁ τρόπος τῆς νέας ζωῆς εἶναι γιὰ μᾶς μία πρόκληση ποὺ βρίσκεται τόσο πολὺ πάνω ἀπὸ τὶς δυνατότητές μας!
Γι᾿ αὐτό, ἀκόμα καὶ οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν ἄκουσαν τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου Τὸν ρώτησαν ἀπελπισμένα: τὶς ἄρα δύναται σωθῆναι; (Ματθ. 19,26). Στ ἀλήθεια δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο ν ἀπαρνηθεῖς ἕνα ἀσήμαντο ἰδανικὸ ζωῆς καμωμένο μὲ τὶς καθημερινὲς φροντίδες, μὲ τὴν ἀναζήτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, μὲ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἀπόλαυση καὶ νὰ δεχτεῖς ἕνα ἄλλο ἰδανικὸ ζωῆς τὸ ὁποῖο βέβαια δὲν στερεῖται καθόλου τελειότητας στὸ σκοπὸ του: Γίνεσθε τέλειοι ὡς ὁ Πατὴρ ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν. Αὐτὸ ὁ κόσμος μὲ ὅλα του τὰ μέσα» μᾶς λέει: νὰ εἶσαι χαρούμενος, μὴν ἀνησυχεῖς, ἀκολούθα τὸν «εὐρὺ» δρόμο. Ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο λέει: διάλεξε τὸ στενὸ δρόμο, ἀγωνίσου καὶ ὑπόφερε, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος γιὰ τὴ μόνη ἀληθινὴ εὐτυχία. Καὶ ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν βοηθάει πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε αὐτὴ τὴ φοβερὴ ἐκλογὴ; Πῶς μποροῦμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν ὑπέροχη ὑπόσχεση ποὺ μᾶς δίνεται κάθε χρόνο τὸ Πάσχα; Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίζεται ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Αὐτὴ εἶναι ἡ χείρα βοηθείας» ποὺ ἁπλώνει σὲ μᾶς ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι τὸ σχολεῖο τῆς μετάνοιας ποὺ θὰ μᾶς δώσει δύναμη νὰ δεχτοῦμε τὸ Πάσχα ὄχι σὰν μιὰ ἁπλὴ εὐκαιρία νὰ φᾶμε, νὰ πιοῦμε, ν᾿ ἀναπαυτοῦμε, ἀλλά, βασικά, σὰν τὸ τέλος τῶν «παλαιῶν» ποὺ εἶναι μέσα μας καὶ σὰν εἴσοδό μας στὸ νέο.
Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ὁ βασικὸς σκοπὸς τῆς Σαρακοστῆς ἦταν νὰ προετοιμαστοῦν οἱ Κατηχούμενοι, δηλαδὴ οἱ νέοι ὑποψήφιοι χριστιανοί, γιὰ τὸ βάπτισμα πού, ἐκεῖνο τὸν καιρό, γίνονταν στὴ διάρκεια τῆς ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία δὲν βαφτίζει πιὰ τοὺς χριστιανοὺς σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ ὁ θεσμὸς τῆς κατήχησης δὲν ὑπάρχει πιά, τὸ βασικὸ νόημα τῆς Σαρακοστῆς παραμένει τὸ ἴδιο. Γιατί, ἂν καὶ εἴμαστε βαφτισμένοι, ἐκεῖνο ποὺ συνεχῶς χάνουμε καὶ προδίνουμε εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ λάβαμε στὸ Βάπτισμα. Ἔτσι τὸ Πάσχα γιὰ μᾶς εἶναι ἡ ἐπιστροφή, ποὺ κάθε χρόνο κάνουμε, στὸ βάπτισμά μας καὶ ἑπομένως ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἡ προετοιμασία μας γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιστροφὴ - ἡ ἀργὴ ἀλλὰ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ πραγματοποιήσουμε τελικὰ τὴ δική μας διάβαση», τὸ Πάσχα» μας στὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Τὸ ὅτι, καθὼς θὰ δοῦμε, οἱ ἀκολουθίες στὴ σαρακοστιανὴ λατρεία διατηροῦν ἀκόμα καὶ σήμερα τὸν κατηχητικὸ καὶ βαπτιστικὸ χαρακτήρα, δὲν εἶναι γιατὶ διατηροῦνται «ἀρχαιολογικὰ» ἀπομεινάρια, ἀλλὰ εἶναι κάτι τὸ ζωντανὸ καὶ οὐσιαστικὸ γιὰ μᾶς. Γι αὐτὸ κάθε χρόνο ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα εἶναι, μιὰ ἀκόμα φορά, ἡ ἀνακάλυψη καὶ ἡ συνειδητοποίηση τοῦ τί γίναμε μὲ τὸν «διὰ βαπτίσματός» μας θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση.
Ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα! Καθὼς τὸ ἀρχίζουμε, καθὼς κάνουμε τὸ πρῶτο βῆμα στὴ χαρμολύπη» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς βλέπουμε - μακριά, πολὺ μακριὰ - τὸν προορισμό. Εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Λαμπρῆς, εἶναι ἡ εἴσοδος στὴ δόξα τῆς Βασιλείας. Εἶναι αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἡ πρόγευση τοῦ Πάσχα, ποὺ κάνει τὴ λύπη τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς χαρά, φῶς, καὶ τὴ δική μας προσπάθεια μιὰ πνευματικὴ ἄνοιξη». Ἡ νύχτα μπορεῖ νὰ εἶναι σκοτεινὴ καὶ μεγάλη, ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸ μῆκος τοῦ δρόμου μιὰ μυστικὴ καὶ ἀκτινοβόλα αὐγὴ φαίνεται νὰ λάμπει στὸν ὁρίζοντα. Μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς ἀπὸ τῆς προσδοκίας ἡμῶν, Φιλάνθρωπε!»
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1999
Μετά τη διακοπή της κρεοφαγίας, την εβδομάδα που μας πέρασε (τρίτη του Τριωδίου), όλες τις ημέρες της, τρώμε τυροκομικά, αυγά και ψάρια. Γι' αυτό και η σημερινή Κυριακή, τελευταία ημέρα που τρώμε τυροκομικά, ονομάστηκε «Τυροφάγου» ή «Τυρινής».
Η Εκκλησία μας, χωρίς να θεωρεί μολυσμένη καμία τροφή, επιτρέπει τη βρώση γάλακτος και αυγών και όχι το πρόβατο ή το κοτόπουλο, που τα παράγουν, διότι διακρίνει τις τροφές σε περισσότερο και ολιγότερο βοηθητικές στην εγκράτεια και κατά καιρούς άλλες επιτρέπει και άλλες απαγορεύει.
Η Εκκλησία μας σήμερα φέρει ενώπιον μας και μας θυμίζει, με τα τροπάρια της ημέρας, την εξορία των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο, που έγινε λόγω της παρακοής τους (δεν τήρησαν τη νηστεία, σχετικά με τον απαγορευμένο καρπό). Αντί του Παραδείσου και της αιωνιότητας, βρήκαν το θάνατο.
Και εμείς καλούμεθα αυτό που έχασε ο Αδάμ με την ακρασία (ανυπακοή, αμετανοησία, εγωισμό και γαστριμαργία), να το κερδίσουμε με την εγκράτεια (υπακοή, μετάνοια, ταπείνωση και νηστεία). Γι' αυτό η Εκκλησία μας τονίζει ότι: «Το στάδιον των αρετών ηνέωκται (άνοιξε), οι βουλόμενοι αθλήσαι (όσοι θέλουν ν' αγωνιστούν) εισέλθετε...», ώστε, όσοι είναι καλοπροαίρετοι, ν' αρχίσουν με όρεξη και χαρά τον αγώνα της Τεσσαρακοστής.
Βέβαια, η νηστεία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο και οδός, μέσο καθάρσεως και οδός λυτρώσεως. Είναι η συμμετοχή του σώματος στην άσκηση της ψυχής. Έτσι, η αποχή από ορισμένες τροφές δεν έχει νόημα, αν δεν γίνεται για τον Θεό, αν δεν ακολουθεί τούς κανόνες της Εκκλησίας και τις οδηγίες του πνευματικού, καθώς και αν δεν συνοδεύεται από γενικότερη εγκράτεια και άσκηση, την οποία και πρέπει να υποβοηθεί.
«Έντιμη νηστεία», λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «δεν είναι εκείνη που αποφεύγει μόνο τις τροφές, μα εκείνη που φυγαδεύει και τις αμαρτίες». Για να συμπληρώσει: «Νηστεύεις; Απόδειξε το δια των έργων σου. Πώς; Αν δεις φτωχό, να τον ελεήσεις. Αν δεις εχθρό, να συμφιλιωθείς μαζί του. Να νηστεύουν τα χέρια, παραμένοντας καθαρά από την αρπαγή και την πλεονεξία. Να νηστεύουν τα πόδια, ξεκόβοντας από τους δρόμους που οδηγούν σε αμαρτωλά θεάματα. Να νηστεύουν τα μάτια και όλες οι αισθήσεις... Ας νηστεύει και το στόμα από αισχρά λόγια και λοιδορίες. Διότι τι όφελος έχουμε, όταν απέχουμε από πουλερικά και ψάρια, δαγκώνουμε όμως και κατατρώμε τους αδελφούς μας;» Και ο Μέγας Βασίλειος συμπληρώνει: «Νηστεία πραγματική είναι η αποξένωση από τις κακίες».
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Μάτθ. 6, 14-21) θέτει τοὺς ὅρους γιὰ μιὰ τέτοια ἀπελευθέρωση:
Πρῶτος ὅρος εἶναι ἡ νηστεία, ἡ προσπάθεια νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ δικτατορία τῆς σάρκας καὶ τῆς ὕλης πάνω στὸ πνεῦμα. Δὲν πρέπει ὅμως ἡ νηστεία μας νὰ εἶναι ὑποκριτική, δηλαδὴ «πρὸς τὸ θεαθῆναι», νὰ μὴ φαινόμαστε «στοὺς ἀνθρώπους νηστεύοντες, ἀλλὰ στὸν Πατέρα μας ἐν τῷ κρυπτῷ» ὅπως ἀναφέρεται στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.
Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη: «Ἐὰν ἀφῆτε στοὺς ἀνθρώπους τὰ παραπτώματά τους, θὰ ἀφήσει καὶ τὰ δικά σας ὁ οὐράνιος Πατέρας». Ἡ συγχωρητικότητα εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα, στὴ σύμπνοια, στὴν ἀγάπη. Ἔτσι στὸν Ἑσπερινὸ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς, στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας, ὅλοι οἱ πιστοὶ πλησιάζουν τὸν ἱερέα καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ζητώντας τὴν ἀμοιβαία συγχώρεση.
Οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸν Ἑσπερινὸ αὐτὸ ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Ἀρχίζει ἡ ἀκολουθία μὲ τὸν ἱερέα ντυμένο στὰ λαμπερὰ ἄμφια καὶ τὰ τροπάρια ἀναγγέλουν τὸν ἐρχομὸ τῆς Μ. Σαρακοστῆς καὶ πέρα ἀπ' αὐτή, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Πάσχα. Κατόπιν γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν ἑσπερινὸ ὕμνο «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης» καὶ ὁ ἱερέας προχωρεῖ στὴν Ὡραία Πύλη γιὰ νὰ ἀναφωνήσει τὸ Προκείμενο ποὺ πάντα ἀναγγέλει τὸ τέλος τῆς μιᾶς μέρας καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἄλλης. Ἡ θαυμάσια μελωδία: «Μὴ ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι, ταχὺ ἐπάκουσόν μου, πρόσχες τὴ ψυχή μου καὶ λύτρωσε αὐτήν» λέγεται πέντε φορές, τὰ φῶτα σβήνουν καὶ τὰ χρωματιστὰ ἄμφια ἀλλάζουν.
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο ξεκινάει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή: συναισθάνομαι ὅτι εἶμαι ἐξόριστος ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασιλείας Του καὶ θλίβομαι. Τελικὰ παραδέχομαι ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει σ' αὐτὴ τὴ θλίψη. Μετάνοια πάνω ἀπ' ὅλα εἶναι τὸ ἀπελπισμένο κάλεσμα γιὰ τὴ Θεία βοήθεια. Στὴ συνέχεια διαβάζεται ἡ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ μετάνοιες. Καθὼς οἱ πιστοὶ πλησιάζουν τὸν ἱερέα, ὁ χορὸς ψάλλει πασχαλινοὺς ὕμνους. Ἀπὸ τώρα βλέπουμε νὰ λάμπει στὸ τέλος τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης, τὸ φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Μέσα στην πολύβουη εποχή μας και το θόρυβο των ημερών, ανάμεσα στις μεγαλόφωνες φανφάρες, τις πολυποίκιλες και ενοχλητικά δαπανηρές φιέστες, τις κωμικοτραγικές ανά το πανελλήνιο εκδηλώσεις, απέναντι στην αναβίωση της ειδωλολατρίας και της προσφοράς λατρείας στον Βάκχο και τον Διόνυσο, τη μέθη, την κραιπάλη, την προκλητικότητα των καρναβαλικών εκδηλώσεων, η Αγία μας Εκκλησία, φιλόστοργος μήτηρ και οικονόμος σοφός των αξιών της ζωής, καταθέτει και πάλι την δική της πρόταση.
Πρόταση που δεν περιορίζει τη δράση του ανθρώπου μέσα στα στενά όρια του εφήμερου, του επιφανειακού, του σαρκικού, αλλά αναγάγει πέρα απ’ όλα αυτά. Συνιστά πορεία με προοπτική αιωνιότητος. Προτείνει, σε κραυγαλέα αντίθεση με το κατευθυνόμενο κοσμικό τυπικό, την περισυλλογή, τoν κατευνασμό των παθών, την ισορρόπηση των αντιθέσεων. Αντιπαραθέτει στους αγώνες της επίδειξης και της λαγνείας, αγώνες πνευματικούς, αγώνες αρετής, καλλιέργεια και άσκηση περισυλλογής, νηστείας και εγκράτειας.
Η πρόταση της Εκκλησίας στον ταλαίπωρο, τον πονεμένο, τον ανικανοποίητο άνθρωπο της 3ης χιλιετηρίδας, μπορούμε να πούμε ότι συγκεφαλαιώνεται μέσα σε δύο και μόνο μα δυναμικές λέξεις:
Μετάνοια και νηστεία.
Η μετάνοια αναφέρεται στον όλο άνθρωπο. Στην ολοκληρωτική αλλαγή του. Σε μια ανακαινιστική πορεία επιστροφής και σταθερή απόφαση απάρνησης του «παλαιού» εαυτού μας. Η νηστεία είναι το επισφράγισμα της μετανοίας. Υπογράφει και αποδεικνύει έμπρακτα την μεγαλειώδη και ηρωική απόφαση για νέα πλέον «εν Χριστώ» ζωή και χωρίς την καταστρεπτική ψευτιά που μας προσφέρει ο διαζευγμένος με τον Θεό κόσμος. Και βέβαια αναφερόμενοι στη νηστεία δεν εννοούμε και δεν περιοριζόμαστε μονάχα στην περίπτωση της τροφής. Νηστεία είναι μια ευρύτατη έννοια μέσα στην οποία μπορούμε να χωρέσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία που αφορούν τον άνθρωπο και τον προσδιορίζουν ως πρόσωπο. Νηστεία είναι η αποκοπή, είναι ο περιορισμός οποιουδήποτε πάθους που μας αποτρέπει από τη συνάντηση μας με τον Χριστό. Νηστεία είναι μια δυναμική πορεία που μας οδηγεί στην ταπείνωση, στον αυτοέλεγχο, τη συγγνώμη, την εγκράτεια, την άσκηση, την αγάπη, την επιστροφή τελικά στον Τριαδικό Θεό, που η κοινωνία μαζί Του είναι ο επιζητούμενος Παράδεισος .
Η νηστεία, όπως ωραιότατα μας λέει ο Μέγας Βασίλειος, είναι «συνηλικιώτης» του ανθρώπου. Έχει την ίδια ηλικία με τον άνθρωπο. Από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του ανθρώπου, από τον Θεό, μπήκε και η νηστεία, σαν μέσο άσκησης, στους πρωτοπλάστους. Γιατί τι άλλο μπορεί να σημαίνουν οι κάποιες απαγορεύσεις σ’ αυτούς, όπως μας αναφέρονται στην Αγία Γραφή, παρά οριοθέτηση στην άνευ ορίων ελευθερία και χαλιναγώγηση προτού καταλήξει στην ασυδοσία; Η συνέχεια μας είναι γνωστή. Η παράβαση της νηστείας εκείνης είχε και έχει συνέπειες τρομερές για το ανθρώπινο, το μεταπτωτικό γένος .
Αυτό ακριβώς το γεγονός, την ανάμνηση της από του Παραδείσου εξορίας των Πρωτοπλάστων, μας θυμίζει η Εκκλησία μας μπροστά στη θύρα της Μ. Τεσσαρακοστής. Πριν αρχίσει η νηστεία, με τρόπο παιδαγωγικό και εποπτικό, βλέπουμε μπροστά μας τους Πρωτοπλάστους να χάνουν την παραδείσια τρυφή, να οδηγούνται στην εξορία, γιατί δεν θέλησαν να τιθασεύσουν τον εαυτό τους, να πουν όχι στις επιθυμίες τους, να τηρήσουν την εντολή του Θεού.
«Με την ανάμνηση αυτή οι Άγιοι Πατέρες θέλησαν να δείξουν πόσο καταστρεπτική είναι η υποδούλωση του ανθρώπου στις αυτοκαταστρεπτικές του επιθυμίες και πόσο σωστική είναι η ανάπτυξη της δυνατότητας του να αντιστέκεται σ’ αυτές. Οι Πατέρες τονίζουν το κακό που έπαθε ο Αδάμ για να μη μπορεί να επιβάλει για λόγο την ικανοποίηση μιας επιθυμίας και πόσο διέφθειρε έτσι την ανθρώπινη φύση μας και υπογραμμίζουν ότι η αντίσταση στην αμαρτωλή τάση για άμεση ικανοποίηση όλων μας των επιθυμιών είναι μια βασική εντολή του Θεού» (π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, σελ. 32).
Η νηστεία δεν είναι ο σκοπός αλλά το μέσο προς επίτευξη του σκοπού, που τον καιρό της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι η προσκύνηση του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού. Είναι απαράδεκτο η νηστεία να θεωρείται ως το κεντρικό και μοναδικό ζήτημα της ασκητικής και όλης της Χριστιανικής ζωής.
Η νηστεία δεν μπορεί να περιορίζεται σε μια τυπική διαδικασία επιλογής ή απορρίψεως τροφών, να αποβλέπει δηλαδή σε ένα είδος αυτοδικαιώσεως, σε μια αυτάρεσκη ή ανθρωπάρεσκη ρύθμιση ατομικών επιθυμιών ή αναγκών. Είναι η κλήση να «αφήσωμεν της σαρκός την ευπάθειαν και να αυξήσωμεν της ψυχής τα χαρίσματα»και συγκεκριμένα να απελευθερωθούμε από τα πάθη μας για να πραγματοποιήσουμε την καθολική την μία και μόνο αγάπη, χωρίς την οποία δεν υπάρχει η ζωή (π. Μιχαήλ Καρδαμάκη, Κεφάλαια κατανυκτικά, τόμ. Β, σελ 36-40).
Η εποχή μας, εποχή υπέρ-αφθονίας στο κάθε τι, θέλει ανθρώπους καταναλωτές. Θέλει ανθρώπους που να απορροφούν χωρίς σκέψη, χωρίς κρίση, χωρίς απόφαση ό,τι οι «μεγάλοι αδελφοί»μας προσφέρουν. Συνάμα ο άνθρωπος της εποχής μας, ανίκανος να αποφασίσει ύστερα από την καθημερινή πλύση εγκεφάλου που του γίνεται, πέφτει με τα μούτρα στο καταναλωτικό παιχνίδι και θεωρεί πρωτογονισμό και μικροπρέπεια ν’ αντισταθεί και να πει όχι σ’ ό,τι του προσφέρεται -και τελικά τα περισσότερα και άχρηστα του είναι και επιβλαβή αποδεικνύονται.
Γι αυτό η ανάγκη για νηστεία από όλα αυτά ίσως να είναι πολύ πιο επιτακτική σήμερα από κάθε άλλη εποχή. Το χαλινάρι στην τρυφή και στις ανυπότακτες ορέξεις βοά σαν τη μόνη δυνατή λύση, στον αναπότρεπτο χαμό, όχι μόνο του πλανήτη μας απ’ τις καταστρεπτικές παρεμβάσεις μας πάνω σ’ αυτόν, μα και της ψυχής μας κυρίως, που καθημερινά την πωλούμε «αντί πινακίου φακής».
Ας φέρουμε στο νου μας τους Πρωτοπλάστους που με δάκρυα κοιτούν την κλειστή πόρτα του Παραδείσου κι ας αποφασίσουμε για τον εαυτό μας ανάλογα. Όσο είναι καιρός...
π. Γεώργιος Αλεντάς


http://www.faneromenihol.gr/…/237-…/4504-2010-07-09-17-03-35
Σε ένα μυαλό όπου η Εκκλησία θεωρείται:
1.οργανισμός διατήρησης εθίμων-παραδόσεων
2.μαυροφορεμένοι υπάλληλοι που τα κονομάνε εις βάρος του φτωχού λαού
3.η κατάργησή της θα σήμαινε ευλογία για τη χώρα
4.κλειστοφοβική ομάδα συντηρητικών ανθρώπων που σκοπό έχει να μας φέρει στον Μεσαίωνα

Έχω να πω τα εξής: Μην βλέπεις τόσο πολύ τηλεόραση. Μην διαβάζεις τον κάθε κομπλεξικό που το παίζει προοδευτικός και φιλελεύθερος ενώ ζει μέσα στο σκοτάδι της αυτοθέωσής του.
Έλα και δες εάν ισχύουν όλα αυτά.
Διότι το μόνο που κάνεις είναι να κατακρίνεις πριν γνωρίσεις.
Και με αυτόν το τρόπο αδικείς και αδικείσαι.
(Όχι δεν θα σου μιλήσω για την αγάπη. Ότι εάν αγαπάς τους άλλους φτάνει.
Διότι η αγάπη που θα καταλάβεις είναι μία αγάπη εμπαθή σύμφωνα με την ιδιοτέλεια που μας διακατέχει).
Δεν είναι λύση να κατηγορείς την Εκκλησία και να την απορρίπτεις επειδή δεν θέλεις να παραδεχτείς την αμαρτία σου. Η λύση δεν είναι να αλλάξει η Εκκλησία διότι με αυτό υποστηρίζεις ότι θέλει αλλαγή ο Χριστός.
Η λύση είναι να αλλάξεις εσύ και εγώ και όλοι μας.
Η λύση είναι να καταλάβεις τι είναι αμαρτία. Πως σκλαβώνει την ύπαρξή σου.
Δεν είναι γλυκιά η αμαρτία, απλά δεν έχουμε γεύση της Χάριτος.
Η αμαρτία απλά είναι πιο εύκολη, πιο βολική· αυτοπροβάλεται και διαφημίζεται εντονότερα.

Σκέψου-Θυμήσου
Κατάντησες να ψάχνεις σύντροφο για το κρεβάτι σου και όχι σύντροφο στην ζωή σου.
Κατάντησες να ποθείς κάθετί που πλασάρει ο μεγάλος τύραννος, η μόδα.
Κατάντησες γυναίκα να ντύνεσαι ως πόρνη και εσύ άνδρα να συμπεριφέρεσαι ως βάρβαρος επιβήτορας με σώμα γυμνασμένο μα με νου σκοτισμένο και απαίδευτο.
Φοβάσαι να κάνεις οικογένεια (για λόγους οικονομικούς) μα δεν ντρέπεσαι που γυρνάς στα μπαρ και στα μπουζούκια.
Καμία ποίηση στην ζωή σου, κανένα βάθος· μόνο τραγουδάς στιχάκια για έρωτες εφήμερους, για μίση ασυγχώρητα, για ζωές γεμάτα καταχρήσεις και λάθη.
Δεν θέλεις εργασία, θέλεις λεφτά. Δεν θέλεις να προσφέρεις στη κοινωνία, μόνο ζητάς.
Επαίρεσαι για την αμετανοησία σου και ντρέπεσαι για τις συγνώμες σου; και νομίζεις ότι σκέφτεσαι φυσικά;

Κατηγορείς λοιπόν την Εκκλησία για υποκρισία ενώ δεν βλέπεις την ψεύτικη ζωή σου.
Σκέψου ποιον κατηγορείς; Τον ιερέα της ενορίας σου; Τον αρχιερέα της περιοχής σου; Τους πιστούς που εκκλησιάζονται; Ποιους κατηγορείς; Σκέψου. Γενικά το σύστημα; Γενικά την Εκκλησία; Τί είναι η Εκκλησία εάν δεν είναι πρόσωπα;
Κατηγορείς λοιπόν αόριστα γιατί αόριστες και αβάσιμες είναι οι κατηγορίες σου· και αυτό σε βολεύει. Σε βολεύει να κατηγορείς κάτι το οποίο δεν μπορεί να σου απαντήσει. Σε βολεύει να κατηγορείς «κάποιους άλλους» και να ρίχνεις σ’αυτούς την ευθύνη για την κοινωνία, την οικονομία, την ζωή σου.
Απαιτείς ελεημοσύνη από την Εκκλησία ενώ εσύ δεν ελεείς κανέναν.
Απαιτείς πρόοδο από την Εκκλησία ενώ εσύ με την ζωή σου οπισθοδρομείς.
Αντιδράς σε κάθε λόγο της Εκκλησίας χωρίς να ξέρεις τον λόγο, απλά επειδή έτσι σου έμαθαν.
Φυσικά με το ζόρι δεν γίνεται τίποτα, πόσο μάλλον στα πνευματικά θέματα.
Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις επιλογές τους, για τον δρόμο που θα πάρει.
Κάποιοι απορρίπτουν την Εκκλησία διότι γνώρισαν ανθρώπους μέσα στους κόλπους της που τους απογοήτευσαν.
Σίγουρα μέσα σε ένα περιβόλι υπάρχουν κοπριές αλλά υπάρχουν και λουλούδια. Εάν είσαι μύγα θα πας στις κοπριές, εάν είσαι μέλισσα θα πας στα λουλούδια.
Τελικά τί είσαι; Τελικά τί θέλεις;
Εκκλησία δεν είναι το ιερατείο μόνο. Είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας. Είναι το Σώμα Του και το Αίμα Του. Είμαστε εγώ και εσύ (εάν θέλεις να είσαι).
Όμως μην αρνείσαι την δυνατότητα να είσαι μέλος της, νομίζοντας ότι δι’ αυτού του τρόπου κάνεις κάτι σπουδαίο και προοδευτικό.
Εκκλησία είναι η πνοή του Θεού που δίνει Ζωή στην ζωή μας, είναι ο οίκος της Χάριτος που δρα μυστικά σε εκείνες τις καρδιές που ταπεινά την αναζητούν.
Το θέμα δεν είναι να λες ότι πιστεύεις στον Θεό.
Αλλά το ερώτημα είναι, σε ποιον Θεό πιστεύεις;
Μήπως σε έναν Θεό που έπλασες σύμφωνα με τα «θέλω» και τις «αδυναμίες» σου;
Μήπως σε έναν Θεό που κουτσούρεψες επειδή δεν σε βόλευε;
Μήπως σε έναν Θεό είδωλο του εαυτού σου;
Μήπως; απλά σκέψου...στοχάσου για μια φορά, για λίγα λεπτά.

Μεγάλη γιορτή ἡ σημερινή, γιατί μᾶς θυμίζει τήν δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Γιατί, γι’ αὐτό γίναμε χριστιανοί, γι’ αὐτό ἀγωνιζόμαστε, γι’ αὐτό ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία, γι' αὐτό προσευχόμαστε καί νηστεύομε. Γιά νά ἀπολαύσουμε τήν Βασιλεία του. Καί εἴθε ὁ Χριστός νά μᾶς ἀξιώσει νά τήν κληρονομήσουμε.
Στό εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε ὁ Χριστός μᾶς λέγει:
Τότε πού θά ἔλθει, τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας Παρουσίας του, αὐτά πού τώρα εἶναι ἀνακατεμένα, πού δέν ξεχωρίζουν, τότε τά ξεχωρίσει καλά.
Καί θά βάλει τούς καλούς στά δεξιά του καί τούς ἄλλους στά ἀριστερά του. Θά τούς ξεχωρίσει μέ τήν εὐκολία πού ὁ τσοπάνης ξεχωρίζει τά πρόβατα ἀπό τά κατσίκια. Γιά μᾶς εἶναι δύσκολο.

Γιά τόν Χριστό εἶναι τό πιό ἁπλό πράγμα. Ὅπως εἶναι πολύ ἁπλό γιά τόν τσοπάνη, νά ξεχωρίσει κατσίκια ἀπό ἀρνιά.
Γιά μᾶς ὅμως εἶναι ἕνα θέμα σοβαρό. Γιατί; Γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀπό τήν φύση του ἀρνί καί κατσίκι. Ἀλλά γίνεται ὅταν θέλει ἀρνί καί γίνεται ὅταν θέλει καί κατσίκι καί λύκος καί λιοντάρι καί ἀκόμη χειρότερο.

Τό ἐρώτημα λοιπόν πού μᾶς θέτει ἡ σημερινή μέρα καί ἡ ἀνάμνηση τῆς δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου μας εἶναι:
«Ἐσύ ἑτοιμάζεσαι γιά τήν ἡμέρα ἐκείνη; Φροντίζεις νά γίνεις ἀρνί; Ἤ ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά γίνεται κατσίκι;»
Δέν τολμᾶς ν’ ἀποφασίσεις τό καλό; Τότε τί κάνεις;
Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι δύσκολη. Διαλέγω καί παίρνω. Ἀποφασίζω, μόνος μου καί προχωρῶ. Τό ἐρώτημα ποῦ πρέπει νά τό ἀπευθύνω ἐγώ στόν ἑαυτό μου, καί κανένας ἄλλος, εἶναι:
—Τί κάνω; Τοποθετοῦμαι ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ μου καί τοῦ Χριστοῦ ὑπεύθυνα; Ἀποφασίζω σοβαρά; Βλέπω τά πράγματα σωστά;

Παράδειγμα. Θέλω νά πιῶ νερό. Ἀλλά βρίσκομαι ἔξω στά χωράφια. Ὅπου βρῶ μπροστά μου νερό, πίνω; Πίνω ποτέ βοῦρκο; Πίνω ποτέ δηλητήριο;
Ὄχι! Ψάχνω νά βρῶ καθαρό νερό.
Ποιό εἶναι τό καθαρό νερό; Ἐκεῖνο πού βγαίνει ἀπό τήν πηγή. Ψάχνω νά βρῶ τήν πηγή μέ τό καθαρό νερό. Ὄχι ὁποιοδήποτε αὐλάκι. Αὐτή εἶναι ἡ ὑπευθυνότητα ἀπέναντι στήν πρόσκαιρη ζωή μας.

Ἀπέναντι στήν αἰώνια ζωή ἡ ὑπευθυνότητα εἶναι μεγαλύτερη. Πρέπει νά εἶναι μεγαλύτερη. Ἔστω καί ἄν χρειάζεται νά ἀφήσω κάτι πού μέ γοητεύει.
Χρειάζεται καμιά φορά νά μπεῖ κανείς στό χειρουργεῖο. Ἅμα καθυστερήσει λίγο, φεύγει γιά τήν ἄλλη ζωή. Βέβαια μακάρι νά φύγει κανείς ὅταν εἶναι ἕτοιμος καί ξέρει ὅτι θά πάει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ λοιπόν γίνεται ἡ προετοιμασία γιά τήν ἐγχείριση καί ἀργότερα μέσα στό χειρουργεῖο, ὁ ἄρρωστος γυμνώνεται καί ὑποβάλλεται σέ ἐξετάσεις, πράγματα πού δέν θά δεχόταν νά τοῦ τά κάνουν ποτέ. Γιατί τώρα τά δέχεται; Γιά τήν ὑγεία τοῦ σώματος. Γιά νά ζήσει λίγο. Πόσο λίγο;
Ὅσο ξέρει ὁ Θεός.

Γιά τήν αἰώνια ζωή τί πρέπει νά δεχθοῦμε;
Εἶναι βαρύ νά πάει κανείς καί νά πεῖ μόνος του τίς ἁμαρτίες του στόν πνευματικό; Γιατί κανείς δέν θά τόν ἀνακρίνει γιά τά ἁμαρτήματά του καί τήν ἀρρώστια τῆς ψυχῆς του;
Καί εἶναι τόσο δύσκολο νά θελήσει νά ὑποβληθεῖ σέ θεραπεία; Νά πάρει φάρμακα; Νά πάρει ἐφόδιο γιά τήν αἰώνια ζωή τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Νά κάνει μιά δίαιτα πού λέγεται νηστεία; Νά συμμαζέψει λίγο τήν γλώσσα του; Νά κάνει ἔργα καλά;
«Ἐπείνασα καί μοῦ δώσατε, ἐδίψασα καί μέ ποτίσατε, ἤμουν στό σπίτι ἄρρωστος καί στή φυλακή καί ἤρθατε μέ λίγη καλωσύνη νά μέ δεῖτε».

Δέν τολμᾶς νά τά ἀποφασίσεις; Τότε τί κάνεις;
Ἡ ζωή εἶναι ὑπεύθυνο πράγμα. Ἐγώ τί κάνω;
Ρώτησαν ἕναν ἀπό τούς μεγάλους ἀνθρώπους τῆς Εὐρώπης:
-Ποῦ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶχες στό γραφεῖο σου;
Ἀπάντησε:
-Δέν τό ἄντεχα πιά νά τόν βλέπω νά μέ κοιτάζει καί τήν ἔβγαλα ἀπό κεῖ.

Τί βάθος ἔχει αὐτό τό περιστατικό! Τί μοῦ λέει;
Βλέπεις καί αἰσθάνεσαι τόν Χριστό νά μήν εἶναι εὐχαριστημένος μέ σένα καί τόν βγάζεις ἀπό τή ζωή σου; Τόν πετᾶς κάπου παράμερα ἤ τόν πετᾶς στά σκουπίδια; Καί δέν θέλεις οὔτε τήν ὄψη του νά βλέπεις, οὔτε νά τόν θυμᾶσαι;
Ὅταν ἀκοῦς τήν καμπάνα, πού εἶναι ξυπνητήρι ψυχῆς, λές: «Χριστέ μου, ἀξίωσέ με νά πάω στήν Ἐκκλησία σου νά σέ προσκυνήσω;»
Ἤ λές: «Τί θέλουν αὐτοί οἱ παπάδες καί τήν χτυπᾶνε κάθε τόσο, δέν μ’ ἀφήνουν νά ἡσυχάσω;».
Χίλιοι θόρυβοι τῆς σημερινῆς ζωῆς, δέν σ’ ἐνοχλοῦν.
Ἡ καμπάνα σέ ἐνοχλεῖ;
Χίλια βιβλία πού μπορεῖς νά ἔχεις στό σπίτι σου καί στό τραπέζι σου, δέν σέ ἐνοχλοῦν.
Σέ στενοχωρεῖ τό προσευχητάριο, τό βιβλίο πού μιλάει γιά τήν αἰώνια ζωή καί γιά τήν χριστιανική ζωή;
Σέ στενοχωρεῖ τό Εὐαγγέλιο; Πόσο τό πιάνεις στά χέρια σου νά τό διαβάσεις;
Πόσο σηκώνεις τό χέρι σου γιά νά κάνεις τόν Σταυρό σου καί νά ἐπικαλεστεῖς τόν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό;

Ἀναπλάθεις τήν καρδιά σου; Αὐτό εἶναι τό μυστικό
Ἐπείνασα καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν. Ἐδίψασα καί μοῦ δώσατε νερό. Ἤμουν ἄρρωστος καί στή φυλακή. Ἤμουν στό δρόμο καί στρέψατε ἐπάνω μου ἕνα βλέμμα στοργῆς.
Τί μᾶς ζητάει;
Ἀπάντηση: Καλή καρδιά. Φτάνει;
Ναί, ἀδελφοί μου, φτάνει!
Γιατί; Γιατί ἅμα φροντίσεις νά ἔχεις καλή καρδιά, ἀπό κεῖ καί πέρα, ὅτι καί νά ρθεῖ μπροστά σου, τό κάνεις ἤρεμα, ἄνετα καί εὐχάριστα.
Καί τό ἀντίθετο.
Τί εἶπε τό Εὐαγγέλιο;
«Φύγετε ἀπό κοντά μου οἱ καταραμένοι. Χρειάστηκα λίγο ψωμί, δέν μοῦ δώσατε. Λίγο νερό, δέν μοῦ δώσατε. Ἤμουνα ἄρρωστος στό κρεβάτι, ἤμουν στή φυλακή, συμπόνια δέν μοῦ δείξατε».
—Πότε Κύριε; Πότε;
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου, μέ τήν κακή καρδιά, πού ἔχουν τήν καρδιά στήν τσέπη, στήν κοιλιά καί στήν ἀπόλαυση, ὅταν ἀκούσουν γιά κάποιο μεγάλο, γίνονται δοῦλοι μπροστά του. Γιά νά ἀποκτήσουν περισσότερα καί νά κερδίσουν περισσότερα.
Γι' αὐτό ἀπάντησαν:
—Πότε Κύριε, σέ εἴδαμε;
Εἶπε ὁ Χριστός:
—Ἅμα κεῖνο τό φτωχαδάκι, πού τώρα τό θεωρεῖτε καρπαζοεισπράκτορα, τιποτένιο καί μηδενικό, δέν τό προσέξατε, οὔτε μένα μέ προσέξατε. Γιατί ἐγώ μέ κεῖνον ταυτίζομαι.
Τί θέλει πάλι νά πεῖ ὁ Χριστός;
—Μή κρύβεσαι! Τό μυστικό δέν εἶναι στήν ἐπίγεια ζωή καί σέ πρόσκαιρα ἀποκτήματα. Γιά μένα τό μυστικό εἶναι νά ἀναπλάθεις τήν καρδιά σου, νά τήν κάνεις ὅπως τήν θέλω ἐγώ. Γεμάτη καλωσύνη καί ἀγάπη.
Αὐτό εἶναι τό μυστικό. Ὑπάρχει πιό εὔκολο πράγμα ἅμα τό θέλομε;
Ξεχᾶστε αὐτή τήν νοοτροπία
Κάποτε, ἕνας παπάς ἐπισκέφθηκε πῆγε ἕνα σπίτι. Κάτι ἤθελε τόν νοικοκύρη. Μέσα ἦταν τά παιδιά καί εἶχαν βάλει συγχρονη μουσική, τοῦ γλεντιοῦ, τῆς διασκέδασης, τῆς ἁμαρτίας καί ἀντηχοῦσε σ’ ὅλη τήν γειτονιά. Ὅταν χτύπησε ἡ πόρτα, κάποιος κοίταξε νά δεῖ ποιός εἶναι, καί βλέποντας τόν παπά, εἶπε: «Ἀλλᾶχτε δίσκο, ὁ παπάς στήν πόρτα». Ἀμέσως ἔβαλαν ἄλλο δίσκο καί ἄρχισαν ψαλμωδίες: «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ...».
Μπῆκε ὁ παπάς καί ἄρχισαν νά τοῦ λένε: «τήν εὐχή σου παπούλη». Σάν νά μήν εἶχε συμβεῖ τίποτε.
Ἐδῶ περνᾶνε αὐτά τά μέτρα. Περνᾶ ἡ ὑποκρισία. Καί περνοῦν τά δύο πρόσωπα καί τά πολλά πρόσωπα. Μερικοί ἄνθρωποι τό θεωροῦν ἐπιτυχία τους. Δηλαδή παίζουν στή ζωή τους θέατρο καί μένουν εὐχαριστημένοι, γιατί περνᾶνε καλά. Καί ἀκοῦμε μέ ἔκπληξη, γιά κάτι ἐξωφρενικά πράγματα πού κάνουν κάποιοι εὐυπόληπτοι ἄνθρωποι. Πού εἶναι νά κρύβουμε τό πρόσωπό μας καί νά λέμε: «Ἁμαρτωλοί ποῦ φύγωμεν; Γίνονται τέτοια πράγματα; Πῶς παρουσιάζονται αὐτοί οἱ ἄνθρωποι σέ ἄλλους;»
Καί ὅμως γίνονται. Γιατί;
Γιατί δέν σκεπτόμαστε τήν καλωσύνη καί τό μάτι τοῦ Χριστοῦ.
Ξεχᾶστε αὐτή τήν νοοτροπία, γιατί ὁ Χριστός ἔρχεται. Δέν ἔχει ἀξία οὔτε τό ροῦχο, οὔτε τό αὐτοκίνητο, οὔτε ἡ ἐπιταγή, οὔτε τά πολλά χρήματα, οὔτε ἡ καλοφαγία, οὔτε ἡ διασκέδαση.
Ἀξία ἔχει ἡ καλωσύνη καί ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί πρός τόν φτωχό καί ταπεινωμένο καί καταφρονημένο ἀδελφό του, πού τόν βρίσκουμε ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ δίπλα μας. Ἤ ἔστω μιά φορά τόν χρόνο ἤ μιά φορά στή ζωή μας μπροστά μας. Ἀλλά πρέπει νά ἔχουμε τήν ἀγάπη καί τήν καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ καί νά τόν ἀντιμετωπίζουμε μέ τήν καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτό μᾶς θυμίζει τό Εὐαγγέλιο σήμερα.
Καί μᾶς λέει ἀκόμη ὅτι ἐκείνη τήν ἡμέρα θά κριθοῦμε ἀνάλογα μέ τό πόσο πήραμε ἐδῶ, στήν ἐπίγεια ζωή μας, στά σοβαρά τό μήνυμα τοῦ Κυρίου μας ὅτι ἡ ζωή εἶναι εὐθύνη καί μάλιστα εὐθύνη ἀγάπης καί καλωσύνης. Ἀμήν.-
«Κυριακή της Απόκρεω - Το Ευαγγέλιο της Κρίσεως»
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (†)
Διασκευασμένη ὁμιλία του στην Γραμμενίτσα στίς 22/2/2009

http://www.faneromenihol.gr/…/236-…/4500-2014-02-21-08-16-13
Το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω, λέγεται - «Σάββατο των Ψυχών» ή Ψυχοσάββατο. Είναι το πρώτο από τα δύο Ψυχοσάββατα του έτους (το δεύτερο επιτελείται το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής).
Ο λόγος που το καθιέρωσε η Εκκλησία μας, παρ' ότι κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένο στους κεκοιμημένους, είναι ο εξής: Επειδή πολλοί κατά καιρούς απέθαναν μικροί ή στην ξενιτιά ή στη θάλασσα ή στα όρη και τους κρημνούς ή και μερικοί, λόγω πτώχειας, δεν αξιώθηκαν των διατεταγμένων μνημοσυνών, «οι θείοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι θέσπισαν το μνημόσυνο αυτό υπέρ πάντων των άπ' αιώνος εύσεβώς τελευτησάντων Χριστιανών».
Επειδή την Κυριακή της Απόκρεω ποιούμε ανάμνηση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού και οι κεκοιμημένοι μας ακόμη δεν κρίθηκαν, τους μνημονεύουμε σήμερα και, επικαλούμενοι το άπειρο έλεος Του, παρακαλούμε τον Θεό με το μνημόσυνο πού κάνουμε, να τους αναπαύσει. Συγχρόνως δε, ενθυμούμενοι και εμείς το θάνατο και «διεγειρόμεθα προς μετάνοιαν...».
http://www.saint.gr/101/saint.aspx
«Φαρισαίος και Τελώνης»
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
(απόσπασμα από την ομιλία Β', περί μετανοίας)



«...Έχεις όμως και τρίτη οδό μετάνοιας. Κι ανέφερα πολλές οδούς μετάνοιας, για να σου κάνω με την ποικιλία των οδών εύκολη τη σωτηρία. Ποιά είναι αυτή η τρίτη οδός; Η ταπεινοφροσύνη. Έχε ταπεινό φρόνημα και εξάλειψες το πλήθος των αμαρτιών. Έχεις και γι᾽ αυτήν απόδειξη από τη θεία Γραφή, από την ανάγνωση της παραβολής του Τελώνη και του Φαρισαίου (Λουκα 18, 10 εε. ). Ανέβηκαν, λέγει, ο Φαρισαίος και Τελώνης στο ναό να προσευχηθούν και άρχισε ο Φαρισαίος ν᾽ απαριθμεί τις αρετές του. Εγώ δεν είμαι, λέγει, αμαρτωλός όπως όλος ο κόσμος, ούτε όπως αυτος ο Τελώνης. Άθλια και ταλαίπωρη ψυχή, όλη την οικουμένη την καταδίκασες, γιατί λύπησες και τον πλησίον σου; Δεν σού άρκεσε η οικουμένη, κι έφτασες να καταδικάσεις και τον Τελώνη; Όλους λοιπόν τους κατηγόρησες και δεν λυπήθηκες ούτε τον ένα αυτον άνθρωπο. «Δεν είμαι εγώ όπως όλος ο κόσμος, ούτε όπως αυτος ο Τελώνης: Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, δίνω το δέκατο από τα υπάρχοντα μου στους φτωχούς.» Είπε λόγια αλαζονικά. Άθλιε άνθρωπε, καλά όλη την οικουμένη την καταδίκασες, γιατί κατηγόρησες και τον πλησίον σου Τελώνη; Δεν χόρτασες με την κατηγορία της οικουμένης, αλλά κατέκρινες κι εκείνον που ήταν μαζί σου;
Τί έκαμε λοιπόν ο Τελώνης; Όταν τ᾽ άκουσε αυτά δεν είπε: «Συ ποιός είσαι που λες αυτά εναντίον μου; Από πού γνωρίζεις το βίο μου; Δεν έμεινες μαζί μου. Δεν ζήσαμε μαζί. Γιατί υπερηφανεύεσαι τόσο πολύ; Ποιός είναι μάρτυρας των δικών σου αγαθοεργιών; Γιατί παινεύεις τον εαυτό σου; Γιατί κάνεις χάρη στον εαυτό σου;» Όμως τίποτε απ' αυτά δεν είπε ο Τελώνης, αλλ᾽, αφού έσκυψε, προσκύνησε και είπε: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό», και με την ταπεινοφροσύνη που έδειξε ο Τελώνης δικαιώθηκε. Αντίθετα ο Φαρισαίος κατέβηκε από το ναό στερημένος τη δικαίωση, ενώ ο Τελώνης κατέβηκε πετυχαίνοντας τη δικαίωση. Κι έτσι τα λόγια νίκησαν τα έργα. Γιατί ο ένας έχασε τη δικαίωση από τα έργα, ενώ ο άλλος με τον ταπεινό λόγο και λογισμό πέτυχε τη δικαίωση. Αν και βέβαια ούτε ταπεινοφροσύνη ήταν εκείνο. Γιατί ταπεινοφροσύνη είναι όταν κανείς, ενώ είναι μεγάλος, ταπεινώνει τον εαυτό του. Αυτό που είπε ο Τελώνης δεν ήταν λόγος ταπεινοφροσύνης, αλλά ήταν η αλήθεια. Γιατί ήταν αληθινά τα λόγια. Ήταν πραγματικά αμαρτωλός.
Πραγματικά πες μου, τι υπάρχει χειρότερο από τον Τελώνη; Είναι πραγματευτής ξένης σοδειάς, και μοιράζεται ξένους κόπους. Και τον κόπο βέβαια δεν τον προσέχει, ενώ το κέρδος το μοιράζεται. Ώστε η αμαρτία του Τελώνη είναι η χειρότερη. Γιατί τίποτε άλλο δεν είναι ο Τελώνης, παρά σκέτος εκβιασμός. Εκβιασμός χωρίς φόβο, αμαρτία νόμιμη, εύσχημη πλεονεξία. Πραγματικά τι υπάρχει χειρότερο από τον Τελώνη που κάθεται στο δρόμο και τρυγάει τους ξένους κόπους; Όταν είναι η ώρα των κόπων, καμιά φροντίδα εκ μέρους του, όταν όμως φτάνει η στιγμή του κέρδους, από εκείνα που δεν κόπιασε παίρνει τη μερίδα. Ώστε, εάν ο Τελώνης, ενώ ήταν αμαρτωλός, πέτυχε τόση μεγάλη δωρεά με την ταπεινοφροσύνη του, πόσο πιο μεγάλη δεν θα επιτύχει εκείνος που είναι ενάρετος και ζει ταπεινά; Ώστε, αν εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου και ταπεινωθείς, γίνεσαι δίκαιος. Θέλεις να μάθεις και ποιός είναι ταπεινόφρονας; Πρόσεχε τον Παύλο τον δάσκαλο της οικουμένης, τον πνευματικό ρήτορα, το σκεύος της εκλογής, το λιμάνι το ακύμαντο, τον πύργο τον ασάλευτο, εκείνον που με το μικροκαμωμένο σώμα του περικύκλωνε την οικουμένη και σάν κάποιος φτερωτός περιέτρεξε αυτήν. Πρόσεχε εκείνον που έχει ταπεινό λογισμό, τον αμαθή και φιλόσοφο, τον φτωχό και πλούσιο. Εκείνον ονομάζω πραγματικό ταπεινόφρονα, εκείνον που υπέμεινε αμετρήτους κόπους, που έστησε αμέτρητα τρόπαια κατά του διαβόλου, που κήρυττε και έλεγε «η χάρη Του προς εμένα δεν ήταν χωρίς αποτέλεσμα, αλλά περισσότερο απ᾽ όλους κοπίασα» (Α' Κορ. 15, 10). Εκείνος που υπέμεινε φυλακές και πληγές και μαστιγώματα, εκείνος που σαγήνευσε μ᾽ επιστολές την οικουμένη, εκείνος που κλήθηκε με ουράνια φωνή. Εκείνος ταπεινοφρονεί, λέγοντας:«Γιατί εγώ είμαι ο πιό ασήμαντος απ᾽ όλους τους αποστόλους, και δεν είμαι ικανός να ονομασθώ απόστολος» (Α' Κορ. 15, 9).
Είδες μέγεθος ταπεινοφροσύνης, είδες τον Παύλο που ταπεινοφρονεί, που ονομάζει ελάχιστο τον εαυτό του; Γιατί λέγει, «εγώ είμαι ο πιό ασήμαντος από τους αποστόλους, και δεν είμαι ικανός να ονομασθώ απόστολος». Γιατί αυτό πραγματικά είναι ταπεινοφροσύνη, το να ταπεινώνεται σ᾽ όλους και να ονομάζει τον εαυτό του ελάχιστο...»

http://www.faneromenihol.gr/…/234-…/4493-2010-07-13-05-42-54
Η Θεία Κοινωνία


Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι εκείνο που ανακαινίζει την ύπαρξή μας, μας αγιάζει και μας βοηθεί να ζήσουμε λειτουργικά κατ' εξοχήν το Σταυρικό Πάθος και τη ζωηφόρο του Κυρίου μας Ανάσταση. Όταν κοινωνούμε λαμβάνουμε μέσα μας το αληθινό Σώμα και Αίμα του Χριστού. Διότι, όπως πιστεύει, διδάσκει και ζει η Αγία μας Εκκλησία ο άρτος και ο οίνος, με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά την τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, καθαγιάζονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας εξαλείφει τις αμαρτίες, καθαρίζει τη συνείδηση, αυξάνει την πίστη, θερμαίνει την αγάπη, στερεώνει την ελπίδα, στηρίζει τους ολιγοψύχους, χαροποιεί τους θλιμμένους, αφυπνίζει και κινητοποιεί τους αμελείς, θεραπεύει τους ασθενείς, «πλουτίζει» τους φτωχούς, «χορταίνει» τους πεινασμένους, «ντύνει» τους γυμνούς, «αναπαύει» τους κουρασμένους. Η Θεία Κοινωνία μας κρατά ενωμένους με τον Χριστό: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό Αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ».
Όμως, πώς θα πλησιάσουμε το Άγιο Ποτήριο; Το πνευματικὸ αυτὸ ερώτημα μας βασανίζει όλους. Τα ιερὰ κείμενα της Πίστεώς μας ομιλούν ξεκάθαρα για την πνευματικὴ προετοιμασία που απαιτείται πριν κοινωνήσουμε, για την ευλάβεια και το φόβο Θεού που πρέπει να χαρακτηρίζουν τον προσερχόμενο πιστό και την ευχαριστιακή μας στάση μετά την θεία Μετάληψη.
Πριν από τη Θεία Κοινωνία
1. Ομολογούμε στην Λατρεία μας, ότι κανείς μας δεν είναι άξιος, για να προσέλθει στη Θεία Κοινωνία, αφού όλοι μας φέρουμε το μολυσμό της αμαρτίας. Χρειάζεται γι' αυτό πνευματική προετοιμασία. «Δοκιμαζέτω δέ ἄνθρωπος ἑαυτόν καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω», τονίζει χαρακτηριστικά ο Απόστολος Παύλος. Και συνεχίζει: Εκείνος που τρώγει και πίνει αναξίως, «κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου» (Α' Κορ. ια', 28-30). Χρειάζεται, λοιπόν, αυτοέλεγχος, βαθειά συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας, συντριβή, αληθινή μετάνοια με διάθεση επιστροφής στην αγάπη του Θεού.
2. Στην προετοιμασία του χριστιανού καθοριστικό ρόλο έχει το πρόσωπο του Πνευματικού Πατέρα. Εκείνος έχει την ευθύνη ολόκληρης της πνευματικής πορείας του πιστού και άρα εκείνος ρυθμίζει και τη συχνότητα της προσέλευσής του στο Ποτήριο της ζωής.
3. Η εξομολόγηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση πριν μεταλάβουμε. Εκτός αν ο Πνευματικὸς ορίσει αλλιώς. Το Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως είναι το μόνο που μας καθαρίζει από την αμαρτία και μας προετοιμάζει να δεχθούμε τον ίδιο τον Κύριο.
4. Πριν κοινωνήσουμε, επιδιώκουμε να συγχωρηθούμε τουλάχιστον με τα μέλη της οικογενείας μας και με τους συγγενείς μας. Η Θεία Κοινωνία είναι Μυστήριο αγάπης και ενότητας των πιστών εν Χριστώ.
5. Η νηστεία των τροφών και η «κατὰ το δυνατὸν» εγκράτεια είναι αναγκαία και τα κανονίζει προσωπικὰ για κάθε πιστό μόνον ο πνευματικός, ανάλογα με την ηλικία και την κατάσταση της υγείας του καθενός.
6. Αποβραδὺς διαβάζουμε την Ακολουθία της Μεταλήψεως στο σπίτι μας ή κάποια περικοπή από την Αγία Γραφή. Κοιμόμαστε επίσης νωρὶς και ξυπνάμε πρωῒ, για να μεταβούμε στο Ναὸ, που θα λειτουργηθούμε και θα κοινωνήσουμε. Όσο πιο πρωῒ προσέλθουμε στη θεία λατρεία, τόσο καλύτερα θα βιώσουμε προσωπικὰ το σωτηριώδες Μυστήριο.

Την ώρα της Θείας Κοινωνίας
1. Όταν είναι να κοινωνήσουμε ή έστω να πάρουμε αντίδωρο, δεν παίρνουμε ποτὲ πρωινὸ στο σπίτι μας πριν, ούτε πίνουμε ροφήματα.
2. Το ντύσιμό μας και η φροντίδα του προσώπου μας ας είναι προσεκτική, τουλάχιστον εκείνη την ημέρα, ώστε να μην σκανδαλίσουμε κανέναν μέσα στο Ναό.
3. Κατὰ τη στιγμὴ της εκφωνήσεως απὸ την Ιερέα: «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», μη βιαστούμε να σπεύσουμε να κοινωνήσουμε. Είναι καλὴ η συνήθεια να δίνουμε προβάδισμα στα παιδιά, στους εφήβους και στους γέροντες. Η αταξία είναι δείγμα περιφρόνησης των Αγίων Μυστηρίων. Ας έχουμε πάντα κατά νου, ότι δεν μεταλαμβάνουμε απλά, αλλά με τη θεία Κοινωνία ενώνεται ο καθένας μας με τον Ίδιο τον Κύριο και ταυτόχρονα οι πιστοί ενώνονται και μεταξύ τους σε ένα σώμα πνευματικό. Εκείνη την ώρα δεν βρισκόμαστε στη γη, αλλά στον ουρανό, όπου δεν χωρούν θόρυβοι, αταξία και βιασύνες, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος.
4. Αναμένοντας με φόβο και καθαρή συνείδηση τη σειρά μας να μεταλάβουμε, χωρίς να ποδοπατούμε και να σπρώχνουμε, ας θυμηθούμε το γεγονός του Μυστικού Δείπνου και ας ψελλίσουμε το τροπάριο: «Τοῦ Δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, Υἱὲ Θεοῦ, κοινωνόν με παράλαβε· οὐ μὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ μυστήριον εἴπω· οὐ φίλημά σοι δώσω, καθάπερ ὁ Ἰούδας· ἀλλ᾿ ὡς ὁ Ληστὴς ὁμολογῶ σοι· Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
5. Την ιερή εκείνη στιγμή της Θείας Μεταλήψεως κρατάμε με τα δύο χέρια μας το μάκτρο (κόκκινο μαντήλι) κάτω από το πηγούνι μας, κοιτάζουμε ψηλά, δεν σκύβουμε το κεφάλι, και λέμε μεγαλοφώνως το όνομά μας, έστω κι αν το γνωρίζει ήδη ο Ιερέας.

Μετά τη Θεία Κοινωνία
1. Μετά τη Θεία Κοινωνία δεν φεύγουμε τρέχοντας απὸ το Ναό. Επιστρέφουμε με ευλάβεια στη θέση μας και περιμένουμε να τελειώσει η Θεία Λειτουργία, ώστε να βιώσουμε καλύτερα το Μυστήριο της Ζωής στο οποίο προσήλθαμε. Θα βοηθηθούμε πολὺ και θα νιώσουμε ανέκφραστη εσωτερική ευφροσύνη αν στο σπίτι μας, μετὰ την επιστροφή μας, διαβάσουμε απὸ την Ακολουθία της Μεταλήψεως, τα «μετὰ την Θεία Κοινωνία».
2. Εάν χρειάζεται προετοιμασία για να προσέλθουμε στην θεία Κοινωνία, χρειάζεται ανάλογη επαγρύπνηση και πνευματική φροντίδα και μετά τη θεία Λειτουργία, για να μην φανούμε ανάξιοι της δωρεάς του Χριστού. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει: «άκουσες στο Ναό ύμνους ιερούς, απόλαυσες τη βασιλική Τράπεζα, γέμισες από το Άγιον Πνεύμα, συνέψαλες με τα Σεραφείμ, έγινες κοινωνός των ουρανίων Δυνάμεων. Λοιπόν, μην πετάξεις τόση χαρά, μην διασκορπίσεις τον θησαυρό. Ας είναι τα έργα μας μετά τη θεία Κοινωνία αντάξια της αγάπης του Θεού». Με τον τρόπο αυτό θα έχουμε πάντα ένοικο μέσα μας τον Χριστό.

http://www.faneromenihol.gr/…/213-…/3492-2010-11-25-11-58-39
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ (Ματθ. 25, 14-30)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ


Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο μεγάλος Διδάσκαλός μας, μας διδάσκει με τα λόγια του Ευαγγελίου Του, τα οποία είναι η μεγαλύτερη σοφία στον κόσμο. Όποιος τα αναζητεί, τα μελετάει και προσπαθεί να τα βάλει στο νου και στην καρδιά του, αποκτά σοφία πνευματική, η οποία του δίνει ειρήνη και χαρά. Και όπως όλοι το ξέρουμε, αυτά είναι τόσο πολύτιμα πράγματα, που δεν αγοράζονται ούτε με όλα τα πλούτη του κόσμου.
Σήμερα διαβάσαμε μια ωραία περικοπή, η οποία μας μιλάει για το τι μας δίνει και τι ζητά από μας ο Χριστός.
Ακούσατε τι έλεγε; Κάποιος, δηλαδή ο Θεός - παραβολικά μιλάει εδώ ο Χριστός - είχε πολλά πλούτη και τα έδωσε στους δούλους του. Στον ένα έδωσε πέντε τάλαντα. Σε ένα άλλο έδωσε δυό, και σε ένα άλλο έδωσε ένα τάλαντο. Και τους είπε: «Εργαστείτε όπως θέλετε, εμπορευτείτε τα. Όταν θα γυρίσω, θα σας ζητήσω λογαριασμό. Πότε θα γυρίσω, δικό μου θέμα. Εσείς, εν τω μεταξύ, στρωθείτε στη δουλειά».
Πραγματικά, έφυγε ο Κύριος και εγύρισε μετά από καιρό. Κάλεσε τους δούλους του να δει τι έγινε με τα χρήματά του.
Παρουσιάστηκε ο πρώτος και του λέει: «Πέντε τάλαντα μου έδωσες, δούλεψα, τα αξιοποίησα, τα έκανα δέκα, τα διπλασίασα. Πάρτα Κύριε, δικά σου είναι. Και εγώ καλά έζησα αξιοποιώντας τα χρήματά σου. Σε ευχαριστώ».
Ήρθε και εκείνος που είχε τα δυό τάλαντα. Και εκείνος τα διπλασίασε και τα έκανα τέσσερα. Τα παρέδωσε και αυτός στον Κύριο. Ο Κύριος τους επαίνεσε και τους δύο λέγοντας στον καθένα: «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ!» «Μπράβο, καλέ μου άνθρωπε, καλέ μου δούλε» - «καλέ μου συνεργάτη», θα λέγαμε σήμερα. «Σε λίγα ήσουν έμπιστος, σε πολλά θα σε καταστήσω. Έλα μαζί μου για πάντα. «Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου».
Επήγε και ο άλλος, που είχε πάρει το ένα τάλαντο και είπε: «Κύριε, εγώ σε έχω καταλάβει. Είσαι άνθρωπος που μαζεύεις χωρίς να σπείρεις και αποκτάς χωρίς να κοπιάζεις. Με τον ιδρώτα μου ήθελες να πλουτίσεις; Μου έδωσες το τάλαντο, να το δουλέψω, για να έχεις εσύ διπλάσια; Εγώ φοβήθηκα μήπως «πέσω έξω» στις δουλειές μου και βρω το μπελά μου. Γι' αυτό άνοιξα μια τρύπα στην γη, έβαλα μέσα το τάλαντό σου, και τώρα που μου το ζήτησες το ξέθαψα και σου το έφερα. Νάτα τα χρήματά σου».
Του απάντησε ο Κύριος: «Δούλε πονηρέ! Βρε παλιάνθρωπε, λες ότι με κατάλαβες για σκληρό άνθρωπο, που εκμεταλλεύομαι τον ιδρώτα των άλλων. Αλλά γιατί τότε, αφού με ζωγράφισες έτσι μέσα σου, δεν έβαλες τα χρήματά μου στην τράπεζα, να πάρω τουλάχιστον τον τόκο;»
«Πάρτε του το τάλαντο, είπε ο Κύριος, και δώστε το σε εκείνον που πήρε πέντε και τα έκανε δέκα. Και αυτόν πετάχτε τον στο σκότος το εξώτερον, τιμωρείστε τον».
Πως χρησιμοποιείς τα δώρα του Θεού;
Ας εξηγήσουμε τι σημαίνει αυτή η παραβολή.
Ο Θεός είναι Πατέρας μας. Και λέγεται Πατέρας μας, γιατί είναι απέναντί μας γεμάτος στοργή και τρυφερότητα. Όταν έφτιαξε τον άνθρωπο, και όταν φτιάχνει τον κάθε άνθρωπο του δίνει μερικά τάλαντα, σε άλλον περισσότερα και σε άλλον λιγοτέρα.
Ποιά είναι τα πολλά τάλαντα; Τα πολλά τάλαντα που έχουν μερικοί, είναι μια σπάνια εξυπνάδα, για παράδειγμα. Οι περισσότεροι πάντως, έχουμε αρκετά τάλαντα. Μερικοί έχουν λιγότερα. Αλλά όλοι έχουμε πάρει πολλά δώρα από τον Θεό.
Ας δούμε τώρα, γιατί μας έδωσε ο Θεός τα τάλαντα αυτά.
Απάντηση: Για να τα χρησιμοποιήσουμε για το καλό.
Ποιό είναι το καλό;
Πρώτα από όλα η τήρηση του θελήματος του Θεού. Όταν ένας άνθρωπος αγωνίζεται να αξιοποιήσει τα τάλαντά του, για το θέλημα του Θεού, πως σκέπτεται;
Έχω γερά τα πόδια μου! Μου τα έδωσε ο Θεός, όχι για να κλωτσάω τους άλλους αλλά για να βαδίζω. Και για να πηγαίνω πού;
Μερικοί περπατούν, αλλά τρέχουν για αισχρότητες και για πονηριές. Βέβαια ο ίδιος κόπος είναι να περπατήσεις για να κάνεις το κακό, και για να κάνεις το καλό. Για να πας στο κέντρο διασκέδασης ή σε αισχρότερους τόπους και για να πας στην εκκλησία.
Αλλά λένε οι άγιοι πατέρες: «Όταν βαδίζεις για να πας σε κάποιο τόπο αμαρτίας, έρχεται από πίσω σου ο διάβολος και μετράει τα βήματά σου, για να φανερώσει με λεπτομέρεια την αμαρτία σου την ημέρα του θανάτου σου. Και όταν πηγαίνεις για να κάνεις το καλό, για την εκκλησία, σε ακολουθεί Άγγελος και μετράει τα βήματά σου, για να σε πληρώσει ο Θεός για τον κόπο σου, για το κάθε σου βήμα».
Διαβάζουμε στο «Γεροντικό» -ένα ωραίο, πνευματικό βιβλίο της εκκλησίας μας- ότι ένας Άγιος πήγαινε να κάνει κάποια καλή πράξη, να βοηθήσει ένα άλλο άνθρωπο. Αλλά καθώς περπατούσε, χτύπησε το πόδι του σε μια πέτρα και το δάχτυλο πληγώθηκε και έβγαζε αίμα. Φυσικά, όταν γίνει κάτι τέτοιο πονάει ο άνθρωπος.
Έκατσε λοιπόν ο καλός οδοιπόρος, και από τον πόνο του άρχισε να κλαίει.
Αλλά τότε στάθηκε δίπλα του Άγγελος Κυρίου και του είπε: «Γιατί κλαις; Από την στιγμή που άρχισες να περπατάς, για να κάνεις το καλό, έρχομαι από πίσω σου και μετράω τα βήματά σου». Όταν άκουσε τα λόγια αυτά ο άνθρωπος εκείνος, σηκώθηκε γεμάτος χαρά και ενθουσιασμό και είπε: «Θεέ μου, δεν μπορούσε να ήταν σε διπλάσια απόσταση ο τόπος που θα πήγαινα;»
Καλότυχοι οι άνθρωποι που περπατούν και κουράζονται και ιδρώνουν για την προσευχή και την Εκκλησία. Γιατί άλλο είναι να κάνω τεμπέλικα το σταυρό μου καθισμένος στην πολυθρόνα μου και άλλο το κοπιάζω για να ασπαστώ την εικόνα του Χριστού στην Εκκλησία, να σταθώ όρθιος εκεί και να πάρω την ευλογία από τη θεία Λειτουργία. Ίσως είναι δύσκολη η πορεία προς την Εκκλησία, αλλά τι μεγάλο μισθό έχει ο κόπος αυτός!
Ευαγγέλιο ή εφημερίδες;
Μας έδωσε ο Θεός τα χέρια. Μας τα έδωσε, πρώτα από όλα, για να κάνουμε τον Σταυρό μας. Με το Σταυρό ευλογούμε τον εαυτό μας και επικαλούμεθα την χάρη και την δύναμη του Χριστού επάνω μας, γιατί ο σταυρός είναι η χάρη και η δύναμη του Χριστού. Για σκεφθείτε τώρα, αντί να κάνουμε τον σταυρό μας, να μουντζώνουμε. Τι είναι η μούντζα; Είναι δαιμονικό πράγμα, το αντίθετο από την ευλογία. Και ο απερίσκεπτος άνθρωπος, τη θεωρεί αστείο πράγμα. Μαγικό πράγμα είναι η μούντζα. Να μη την κάνουμε ποτέ στην ζωή μας. Δεν είναι απλώς περιφρόνηση, είναι κάτι το δαιμονικό. Μη μολύνουμε τα χέρια μας με την πράξη αυτή.
Στις άγιες εικόνες, ζωγραφίζουμε τους Αγίους έτσι ώστε να φαίνονται τα χέρια τους ακόμη και όταν δεν απεικονίζεται ολόκληρο το σώμα τους. Γιατί; Γιατί τα περισσότερα καλά έργα, με τα οποία αγιάζεται και σώζεται ο άνθρωπος, γίνονται με τα χέρια. Ιδίως δε των αγίων ιερέων τα χέρια η εικόνα τα δείχνει πάντοτε να ευλογούν.
Ας εκδηλώνουμε και εμείς με τα χέρια μας την καθαρότητα της καρδιάς μας και την καλή μας πνευματική πορεία.
Το στόμα, μας το έδωσε ο Θεός για να Τον δοξολογούμε και να λέμε την αλήθεια.
Μας έδωσε μάτια, για να τα στρέφουμε πάντοτε στο καλό.
Μας έδωσε καρδιά, για να αγαπάμε. Όχι να μισούμε. Ούτε να την κάνουμε οικητήριο αισχρών επιθυμιών. Ποιούς να αγαπάμε; Τους πάντες, ακόμα και τους εχθρούς μας. Όταν τους αγαπάμε, και αυτοί αλλάζουν, διορθώνονται.
Και μας έδωσε μυαλό ο Θεός, διάνοια, για να σκεφτόμαστε και να μελετάμε, πως θα κάνουμε το καλό και πως πρέπει να οικοδομήσουμε την ζωή μας. Το μυαλό μας πρέπει να το γεμίσουμε με τον λόγο Του.
Τι ωραίο πράγμα θα ήταν, αντί να διαβάζουμε εφημερίδες, να μελετούσαμε τον λόγο του Θεού! Μια ζωή ολόκληρη να διαβάζεις εφημερίδες, που καταντάς; Μηδέν από μηδέν, μηδέν. Τι σοφία απόκτησες από τις εφημερίδες; Τι ωφέλεια πνευματική;
Πόσο προτιμότερο είναι να διαβάζει κανείς τον λόγο του Θεού και να γεμίζει ο νους του με αυτόν; Και μετά από τον νου να κατεβαίνει στην καρδιά και από εκεί να διοχετεύεται σε χέρια, πόδια, μάτια, αυτιά, στόμα, σε ολόκληρο τον εαυτό μας. Και έτσι να γεμίζει η ψυχή μας από ειρήνη και να ζούμε αναμάρτητα και καθαρά!
Τα ιερά λόγια του αγίου Ευαγγελίου, φωτίζουν την συνείδησή μας, και δεν ζούμε στο σκοτάδι, που ζουν κάποιοι, οι οποίοι ενώ έχουν όλα τα επίγεια αγαθά είναι, μέσα στα πλούτη τους, οι φτωχότεροι άνθρωποι του κόσμου, γιατί δεν έχουν τον Χριστό στην καρδιά τους.
Όποιος βρίσκεται κοντά στον Χριστό, έχει στην ψυχή του βαθιά και αναφαίρετη χαρά, ειρήνη και γαλήνη. Ζει τον Παράδεισο από αυτή την ζωή και ακολουθώντας τον Χριστό περιμένει με χαρά να φτάσει και στον άλλο παράδεισο, τον αιώνιο και τον ατελεύτητο, στην ένδοξη βασιλεία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Αμήν.-