ΘΥΜΟΣ ΚΑΙ ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΑΓΑΠΗ
Σήμερα θα αναλύσουμε ένα από τα 298 πάθη των ανθρώπων τον θυμό και μια από τις 238 αρετές την έμπρακτη αγάπη όπως μας αναφέρει ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός μέσα από τις θείες γραφές.
Ας κάνουμε μια μικρή αναφορά για τα πάθη μέσα από αυτά που μας λέει ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος:
Πόσο επιπόλαιος είναι ο άνθρωπος εκείνος, που βλέπει το σπίτι του ετοιμόρροπο και, αντί να το επισκευάσει και να το στηρίξει, περιποιείται την αυλή του! Πόσο ασύνετος είναι κι εκείνος που έχει το σώμα του άρρωστο και, αντί να φροντίσει για τη θεραπεία του, κάθεται και του φτιάχνει πολυτελή ενδύματα!
Κάτι τέτοιο κάνουμε κι εμείς με την ψυχή μας. Ενώ έχει εξαχρειωθεί από τα πάθη, ενώ βασανίζεται από την οργή, την κενοδοξία, τις αισχρές επιθυμίες και τόσες άλλες κακίες, δεν φροντίζουμε για τη θεραπεία της. Αλλά για τι φροντίζουμε; Για την καλοπέραση και το στολισμό του σώματος. Σκεφτείτε για παράδειγμα μία αρκούδα να έχει ξεφύγει από το θηριοτροφείο και να αρχίζει να γυρίζει ελεύθερη στην πόλη, τι θα κάνουμε; Θα κλειστούμε στα σπίτια μας, για να μην πέσουμε πάνω σ’ αυτό το θηρίο, που θα μας σπαράξει με τα νύχια του. Και τώρα, που η ψυχή μας σπαράζεται όχι από ένα μόνο θηρίο, μα από πολλά, ούτε που μας νοιάζει. Τα θηρία, για την ασφάλεια των πολιτών, τα κλείνουμε σε σιδερένια κλουβιά και τα φυλάμε σε μέρη απόκεντρα, μακριά από τη Βουλή, το Δικαστήριο ή το Παλάτι. Στην ψυχή μας, όμως, όπου υπάρχει κάποια άλλη βουλή, κάποιο άλλο δικαστήριο και κάποιο άλλο παλάτι, αφήνουμε τα νοητά θηρία των παθών ν’ ανεβαίνουν ως τον βασιλικό θρόνο, δηλαδή το νου, και να τον αναστατώνουν με τις κραυγές τους. Τα πάθη είναι οι αιτίες της ταραχής στον εσωτερικό μας κόσμο. Τα πάθη κάνουν την ψυχή μας να μοιάζει με πόλη που αντιμετωπίζει βαρβαρική επιδρομή. Φέρνουν στο νου και στους λογισμούς μας σύγχυση, όπως συμβαίνει όταν ένα φίδι μπαίνει σε φωλιά με νεογέννητα πουλάκια, και αυτά πεταρίζουν εδώ και εκεί τιτιβίζοντας με τρόμο. Γι’ αυτό, ας δέσουμε τα θηρία ή μάλλον ας τα πνίξουμε, ας τα σφάξουμε, ας τα θανατώσουμε. Κάθε κακία που βρίσκεται μέσα μας, ας την εξοντώσουμε με την μάχαιρα του Πνεύματος. Τα θηρία, όταν είναι καλοθρεμμένα και δυνατά, δεν μπορούν να νικηθούν. Όταν όμως πεινάσουν και αδυνατίσουν, καταπέφτει η αγριάδα τους και μειώνεται η δύναμή τους. Τότε μπορεί να τα βάλει κανείς μαζί τους και να τα εξουδετερώσει εύκολα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πάθη. Όποιος τα αδυνατίζει, τα υποτάσσει στο λογικό. Όποιος, απεναντίας, τα καλοτρέφει, δύσκολα μπορεί να τα βάλει μαζί τους. Έτσι φτάνει να νικιέται απ’ αυτά και να καταντάει δούλος τους.
Κατά κοινή ομολογία, τις τελευταίες δεκαετίες ἡ επιθετικότητα, ἡ βία, ἡ βάναυση συμπεριφορά, ἡ καταστροφικότατα, είναι φαινόμενα πού πλεονάζουν στην κοινωνία μας, και πού απασχολούν και τούς πνευματικούς ηγέτες και ποιμένες μας, αλλά και γενικότερα τον επιστημονικό κόσμο. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, με τη βαθιά πείρα τους και τη γνώση της ανθρώπινης ψυχής, θεωρούν ότι ἡ βία, ἡ καταστροφικότατα, ἡ αχαλίνωτη συμπεριφορά, συχνά, είναι απότοκα της υπερηφάνειας και κατ' επέκταση του θυμοῦ και της οργής: « Ἡ οργή, ἡ πικρία, οι φωνές, το ευέξαπτον, το θράσος, ὁ τύφος, ἡ αλαζονεία, και πολλά άλλα, είναι πάθη πού προέρχονται από το θυμό». μας λέει ὁ άγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Στην Κλίμακα, ὁ άγιος Ιωάννης ὁ Σιναΐτης χαρακτηρίζει τον θυμώδη άνθρωπο και τον ονομάζει «ἐπιληπτικόν ἑκούσιον»
Αλλά και ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ πολύ εύστοχα, μας λέει ότι Ο ΘΥΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΜΑΡΟΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΣΥΡΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ.
«O θυμός είναι κατά κάποιο τρόπο κάποια έξαψη και απότομο ξέσπασμα του πάθους, η οργή δε, είναι η μόνιμη λύπη και διαρκής ορμή προς την ανταπόδοση αυτών που προκάλεσαν την αδικία, σαν να καλλιεργείται με ζέση η ψυχή προς την εκδίκηση».
« Ο θυμός κάνει τις γλώσσες αχαλίνωτες και τα στόματα απύλωτα. Ασυγκράτητα χέρια, βρισιές, κοροϊδίες, κακολογίες, πληγές και άλλα αναρίθμητα κακά προέρχονται από την οργή και το θυμό. Εξαιτίας του θυμού, ξίφη ακονίζονται, δολοφονίες τολμώνται, αδέρφια χωρίζουν και συγγενείς ξεχνούν τον συγγενικό δεσμό τους. Οι οργισμένοι αγνοούν πρώτα τους εαυτούς τους κι έπειτα όλους τους οικείους. Όπως οι χείμαρροι παρασύρουν κατεβαίνοντας το καθετί, έτσι και η βίαιη κι ασυγκράτητη ορμή των οργισμένων δεν υπολογίζει τίποτα. Οι θυμωμένοι δεν σέβονται τους γέροντες, την ενάρετη ζωή, τη συγγένεια, τις προηγούμενες ευεργεσίες, ούτε τίποτ’ άλλο σεβαστό και έντιμο. Ο θυμός είναι μια πρόσκαιρη τρέλα.
Ποιος θα μπορούσε να περιγράψει αυτό το κακό; Πως μερικοί είναι τόσο ευέξαπτοι, που με την παραμικρή αφορμή θυμώνουν; Φωνάζουν και αγριεύουν και ορμούν πιο αδίσταχτα κι από τα άγρια θηρία. Δεν σταματούν προτού ξεθυμάνει η οργή τους σ’ ένα μεγάλο και ανεπανόρθωτο κακό. Ούτε το σπαθί ούτε η φωτιά ούτε κανένα άλλο φόβητρο είναι ικανό να συγκρατήσει την ψυχή που έγινε μανιακή από την οργή. Οι οργισμένοι δεν διαφέρουν από τους δαιμονισμένους σε τίποτα, ούτε στην εξωτερική μορφή ούτε στην εσωτερική κατάσταση.
« Το πάθος του θυμού, από τη στιγμή που θα αποβάλει την λογική και θα εξουσιάσει την ψυχή, αποθηριώνει εξ ολοκλήρου τον άνθρωπο, και δεν του επιτρέπει ούτε άνθρωπος να είναι, αφού δεν έχει πλέον την βοήθεια της λογικής. Διότι, όπως ακριβώς είναι το δηλητήριο στα δηλητηριώδη ζώα, το ίδιο γίνεται ο θυμός σ’ αυτούς που οργίζονται. Λυσσούν όπως ακριβώς τα σκυλιά, επιτίθενται όπως ακριβώς οι σκορπιοί, δαγκάνουν όπως τα φίδια.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κυριευθεῖ ἀπό τό θυμό καί τήν ὀργή, ἐκτρέπεται στό «παρά φύσιν», σέ ὕπαρξη κτηνώδη, θηριώδη, δαιμονική, μᾶς ἀναπτύσσει ὁ Ἅγιος μέ πολλή σαφήνεια καί ἐνάργεια. Πράγματι, τό δηλητήριο τῆς ὀργῆς εἶναι θανατηφόρο, διότι ἐπιτρέπει στόν πονηρό δαίμονα νά κατοικήσει στήν καρδιά μας, ὁ ὁποῖος μας σκοτίζει τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς τόσο, ὥστε νά μή μποροῦμε νά διακρίνουμε τό καλό ἀπό τό κακό. «Ἡ ὀργή καταστρέφει ἀκόμη καί τούς φρόνιμους», μᾶς λένε οἱ Παροιμίες.
Μην προσπαθείς να θεραπεύσεις το ένα κακό με άλλο κακό. Μην επιχειρείς να ξεπεράσεις τον αντίπαλο στις συμφορές. Γιατί στους κακούς ανταγωνισμούς ο νικητής είναι αθλιότερος, αφού αποχωρεί με τη μεγαλύτερη ευθύνη της αμαρτίας. Σ’ έβρισε ο οργισμένος; Σταμάτησε το πάθος με τη σιωπή. Σε ονόμασε άσημο και άδοξο ο οργισμένος αντίπαλός σου; Εσύ σκέψου ότι είσαι «χώμα και στάχτη» (Γεν. 18,27). Γιατί δεν είσαι ανώτερος από τον Αβραάμ, που ονόμαζε έτσι τον εαυτό του. Σε ονόμασε αγράμματο και φτωχό και τιποτένιο; Εσύ σκέψου ότι είσαι σκουλήκι και ότι προέρχεσαι από την κοπριά, όπως γράφει ο Δαβίδ (Ψαλμ. 21,7). Πρόσθεσε σ’ αυτά και το παράδειγμα του Μωυσή που όταν τον έβρισαν ο Ααρών και η Μαριάμ, δεν παραπονέθηκε στο Θεό εναντίον τους, αλλά προσευχήθηκε γι’ αυτούς (Αριθ. 12, 1-13).Αλλά κι αν ο αντίπαλός σου σε αποκαλέσει ανόητο και αγράμματο, θυμήσου τις βρισιές των Ιουδαίων εναντίον της αληθινής Σοφίας: «Είσαι Σαμαρείτης και δαιμονισμένος» (Ιω. 8,48).
Σε ράπισε ο αντίπαλος; Σκέψου ότι και τον Κύριο ράπισαν. Σ’ έφτυσε; Σκέψου ότι και τον Κύριό μας έφτυσαν. Και μάλιστα δεν έκρυψε το πρόσωπό του για ν’ αποφύγει τον εξευτελισμό από τα φτυσίματα. Συκοφαντήθηκες; Το ίδιο έπαθε κι ο Κύριος. Σου ξέσκισαν τα ρούχα; Αφαίρεσαν και του Κυρίου τα ενδύματα οι στρατιώτες και τα μοίρασαν μεταξύ τους (Ιω. 19,24). Εσύ όμως δεν καταδικάστηκες ακόμα. Ούτε σταυρώθηκες. Πολλά σου λείπουν για να μιμηθείς τον Κύριο. Ήρεμα ανέχθηκε το ράπισμα του δούλου. Ο Δεσπότης και Δημιουργός τ’ ουρανού και της γης. Αυτός που προσκυνείται απ’ ολόκληρη την ορατή και αόρατη κτίση. Αυτός που «συγκρατεί το σύμπαν με τη δύναμη του λόγου Του» (Εβρ. 1,3), δεν επιτρέπει ν’ ανοίξει η γη και να καταπιεί ζωντανό τον ασεβή δούλο ούτε τον στέλνει στον άδη, αλλά τον νουθετεί και τον διδάσκει: «Αν είπα κάτι κακό, πες ποιο ήταν αυτό. Αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;» (Ιω. 18,23).
O θυμός προκαλεί μάχη, η μάχη γεννά ύβρεις, οι ύβρεις κτυπήματα, τα κτυπήματα τραύματα, από τα οποία πολλές φορές προκαλούνται θάνατοι. Από την πρώτη στιγμή ας σταματήσουμε το κακό με το να ξεριζώσουμε την οργή με κάθε τρόπο από τις ψυχές. Σε έβρισε; Συ πες καλό λόγο. Σε εκτύπησε; Eσύ να υπομείνεις.
Όταν σε βρίζει ένα μικρό παιδί, θεώρησε τα λόγια του σαν αφορμή για γέλιο. Αλλά κι όταν κανείς μεγάλος κυριευθεί από μανία και ξεστομίζει ατιμωτικά λόγια, να τον θεωρείς άξιο συμπάθειας μάλλον παρά μίσους. Δεν είναι τα λόγια που μας λυπούν. Είναι η υπεροψία μας απέναντι στον υβριστή και η μεγάλη ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας. Αν λοιπόν αφαιρέσεις από μέσα σου αυτά τα δυο, τότε τα λόγια μόνα τους είναι ένας κούφιος θόρυβος. Αν με τη σύνεση μπορέσεις να κόψεις την πικρή ρίζα του θυμού, θα ξεριζώσεις μαζί της πολλά άλλα πάθη. Γιατί η δολιότητα, η υποψία, η θρασύτητα, η απιστία, η κακοήθεια, η επιβουλή και όλα τα συγγενικά πάθη είναι γεννήματα αυτής της κακίας. Ας μην κρύβουμε μέσα μας ένα τόσο μεγάλο κακό. Είναι αρρώστια της ψυχής, σκοτείνιασμα του νου, αποξένωση από το Θεό, αιτία φιλονικίας, αφορμή συμφοράς, πονηρό δαιμόνιο που κυριαρχεί στην ψυχή και αποκλείει την είσοδο του Αγίου Πνεύματος. Γιατί όπου είναι έχθρες, φιλονικίες, θυμοί, φατρίες, διαμάχες, που διαρκώς ταράζουν την ψυχική γαλήνη, εκεί το πνεύμα της πραότητος δεν αναπαύεται.
Όταν νιώσεις τον πειρασμό να βρίσεις, σκέψου ότι δοκιμάζεσαι. Θα πάς με το μέρος του Θεού, δείχνοντας μικροθυμία, ή θα τρέξεις προς το διάβολο, δείχνοντας την αγαθή μερίδα; Γιατί ή θα ωφελήσεις και τον αντίπαλο ακόμα με το παράδειγμα της πραότητός σου ή θα ζημιωθείτε κι οι δύο με τον εγωισμό σου. Δυο πράγματα κι εσύ ν’ αποφεύγεις: Να μη θεωρείς τον εαυτό σου άξιο για επαίνους και να μη νομίζεις κανέναν κατώτερό σου. Με τον τρόπο αυτό ποτέ δεν θ’ ανάψει μέσα σου ο θυμός για τις προσβολές που σου γίνονται… Το θυμό σου να τον στρέφεις εναντίον του ανθρωποκτόνου διαβόλου, που είναι ο πατέρας του ψεύδους και ο πρόξενος κάθε αμαρτίας. Mόνον τότε επιτρέπεται ο θυμός, όταν είναι εναντίον του διαβόλου και της αμαρτίας, όχι κατά των ανθρώπων. Να είσαι όμως σπλαχνικός με τον αδελφό σου, γιατί αν συνεχίσει ν’ αμαρτάνει, θα παραδοθεί στο αιώνιο πυρ μαζί με το διάβολο. Όπως διαφέρουν οι λέξεις θυμός και οργή, έτσι διαφέρουν και οι σημασίες τους.
Ὅποιος λοιπόν θέλει νά ἀγωνισθεῖ καί νά φθάσει στήν τελειότητα, πρέπει νά κρατήσει τόν ἑαυτό του μακριά ἀπό τήν ὀργή καί τό θυμό, καθώς καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος μας παραγγέλλει: «Κάθε ἔχθρα καί ὀργή καί θυμός καί κραυγή καί βλασφημία, ἄς εἶναι μακριά ἀπό σας, μαζί μέ κάθε κακία». Διότι «ὅποιος μισεῖ τόν ἀδελφό του, εἶναι ἀνθρωποκτόνος». Γιατί, στ' ἀλήθεια, πώς θά φθάσει κάποιος στήν τελείωση, πώς θά μπορέσει νά προσευχηθεῖ, ὅταν καλλιεργεῖ μέσα στήν καρδιά του τό μίσος, τή μνησικακία, πού κι αὐτά τά γεννάει στήν ψυχή ὁ θυμός καί ἡ ὀργή; Ὁ ἀββᾶς Κασσιανός ὁ Ρωμαῖος μας δηλώνει ξεκάθαρα καί μᾶς λέει πώς ὅποιος θέλει νά φθάσει στήν τελείωση καί ἐπιθυμεῖ νά ἀγωνίζεται τόν πνευματικό ἀγῶνα «ἀπό παντός ἐλαττώματος ὀργῆς τέ καί θυμοί) ἀλλότριος ἔσται». Γιατί, ἄν ὁ νοῦς ἀμαυρωθεῖ μέ τό σκότος τῆς μνησικακίας, θά χάσει τό φῶς τῆς γνώσεως καί θά στερηθεῖ «καί τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τότε μόνο ἔχουμε τό δικαίωμα, μᾶς λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, νά χρησιμοποιήσουμε τό θυμό, ὅταν τόν στρέφουμε ἐναντίον τῶν παθῶν μας καί τῶν φιλήδονων λογισμῶν μας. Γι' αὐτό λέει καί ὁ προφήτης Δαβίδ «νά ὀργίζεσθε καί νά μήν ἁμαρτάνετε». Δηλαδή, νά ὀργίζεσθε ἐναντίον τῶν παθῶν σας καί τῶν πονηρῶν λογισμῶν σας, ἀλλά νά μήν ἐκτελεῖτε αὐτά πού σας ὑπαγορεύουν.
Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος μας παροτρύνει καί μας συμβουλεύει, σχετικά μέ τήν ὀργή, κάτι πολύ χρήσιμο καί πρακτικό γιά τήν καθημερινή μας ζωή. «Ὁ ἥλιος», λέει, «νά μή βασιλεύει, ἀφήνοντάς σας θυμωμένους, οὔτε νά δίνετε τόπο στόν διάβολο». Τί θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς γιά ὅλα αὐτά, ὅταν πολλές φορές ἡ ὀργή δέν κυριεύει τήν ψυχή μας μόνο μέχρι τή δύση τόν ἥλιου, ἀλλά παραμένει μέσα μας ζωντανή γιά πολλές ἡμέρες καί μάλιστα μερικές φορές καί γιά χρόνια; Τό πάθος ὅμως αὐτό τῆς ὀργῆς καί τοῦ θυμοῦ, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, «κραταιώνεται καί γίνεται ἀκατάλυτο», γιατί ἔχει βάση τήν ὑπερηφάνεια, ὑποστηρίξε ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής. Καί ὁ Κύριος μας, Ἰησοῦς Χριστός, δέν θέλει νά τρέφουμε μίσος ἡ λύπη ἡ ὀργή ἡ μνησικακία γιά ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ἀλλά θέλει νά τρέφουμε ἀγάπη, νά τόν θεωροῦμε ὡς εἰκόνα δική Του, «ὡς Χριστόν ἐν ἑτέρᾳ μορφή», διότι αὐτό μας ὁδηγεῖ στό «κατά φύσιν» καί μας κάνει θεούς «κατά Χάριν». Ὁ λόγος του εἶναι ζωντανός, ἀριστοτεχνικός, καί μέ τήν ἐπιδεξιότητα πού τόν διακρίνει, μᾶς ὁδηγεῖ στή συνειδητοποίηση τοῦ μεγέθους τοῦ πάθους τῆς ὀργῆς, στή γνήσια μετάνοια, στήν ἀοργησία καί ἐν τέλει στήν ἀπάθεια, μέ βάση πρῶτα - πρῶτα τή λογική, καί ἔπειτα τήν ταπεινόφρονη συμπεριφορά, κατά μίμηση τόν Κυρίον μας Ἰησοῦ Χρίστου, ὁ Ὁποῖος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐχ ἠπείλει» (Α' Πέτρ. 2, 23).
Ας συμμορφωθούμε, λοιπόν, με την εντολή του αποστόλου Παύλου, «Διώξτε μακριά σας κάθε δυσαρέσκεια, θυμό, οργή, κραυγή, κατηγόρια, καθώς και κάθε άλλη κακότητα» (Εφ. 4,31), και ας περιμένουμε την εκπλήρωση της υποσχέσεως που έδωσε ο Κύριος στους πράους: «Μακάριοι είναι οι πράοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη της επαγγελίας»(Ματθ. 5,5).
Θα ήθελα επίσης να αναφέρω κάτι που συνήθως κάνουμε όλοι μας να δικαιολογούμαι τον θυμό μας.
Ποτέ να μη δικαιολογούμε τον θυμό μας, όσο δυσμενείς κι αν είναι οι περιστάσεις. Μη λέμε αβασάνιστα εκείνο το επιπόλαιο και ένοχο, που είναι ασυγχώρητη δικαιολογία: “Ο δικός μου θυμός περνά γρήγορα”. Περνά ίσως γρήγορα, αλλά τι αφήνει πίσω του; Είναι πολύ δύσκολο -και συχνά αδύνατο- να επανορθώσουμε ό,τι καταστρέψαμε με το θυμό μας. Μετά τη θύελλα και το χαλάζι ξαναβγαίνει ασφαλώς ο ήλιος, αλλ’ όμως πίσω ολόκληρες εκτάσεις παραμένουν καταστρεμμένες. Ο Μέγας Αλέξανδρος για λίγο θύμωσε, όμως πάνω σ’ αυτό τον θυμό του φόνευσε τον εκλεκτό φίλο του και στρατηγό του Κλείτο. Και πέρασαν τρεις μέρες που τον θρηνούσε, μάταια όμως διότι το κακό έμεινε ανεπανόρθωτο.
Ο θυμός μας, έστω κι αν είναι ολιγοχρόνιος, πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε, δεν είναι δείγμα παλληκαριάς και δυναμισμού, αλλά γνώρισμα αδυναμίας και απαιδευσίας και αναίδειας. Ανδρισμός και ηρωισμός και ευγένεια ψυχής και ήθος ψηλό είναι η πραότης, η γλυκύτης, και η ανεξικακία. “κρείσσων ἀνὴρ μακρόθυμος ἰσχυροῦ, ὁ δὲ κρατῶν ὀργῆς κρείσσων καταλαμβανομένου πόλιν” (Παροιμ. ιστ’ 32). Δηλαδή, ο άνθρωπος που δε θυμώνει, είναι δυνατότερος από τον ισχυρό και χειροδύναμο, εκείνος δε, που συγκρατεί τον θυμό του και έχει αυτοκυριαρχία, είναι ανώτερος από τον πορθητή, που κυριεύει πόλεις και φρούρια οχυρωμένα.
Πρέπει να το εννοήσουμε και να το παραδεχθούμε, ότι ο θυμός δεν αποτελεί φυσιολογική αντίδραση της ψυχής στις δύσκολες περιστάσεις και στην ορθή αντιμετώπιση των ποικίλων προβλημάτων της ζωής. Με τον θυμό δεν κερδίζουμε, αλλά χάνουμε, δεν οικοδομούμε, αλλά κατεδαφίζουμε. Με το θυμό κάνουμε δυσκολότερη και προβληματική τη ζωή μας. Και στο κακό που τυχόν υπάρχει προσθέτουμε μεγαλύτερο κακό. Οι δυσκολίες της ζωής, που ποτέ δε θα λείψουν και από κανέναν, για να αντιμετωπιστούν σωστά και θεάρεστα, απαιτούν από όλους μας πολλή υπομονή και αξιοπρεπή και ειρηνική αντιμετώπιση.
Ποια είναι άραγε η καλύτερη θεραπεία του θύμου;
1. Η ολοσχερής θεραπεία του πάθους του θυμού μόνο τότε θα ευοδωθεί και η ψυχή θα ελευθερωθεί από τα βαριά δεσμά της, εάν το κακό χτυπηθεί στη ρίζα του, που είναι ο επάρατος εγωισμός μας. Η ρήσις του Ψαλμωδού “ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με” (Ψ. 114, 6) έχει και εδώ απόλυτα την εφαρμογή της. Όπως το δέντρο, όταν κοπούν οι ρίζες του, αυτομάτως ξεραίνεται, έτσι και ο θυμός ξεραίνεται, όταν κοπεί η ρίζα του. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός και αποτελεί κανόνα, ότι οι ταπεινόφρονες ποτέ δε θυμώνουν. Και στη δική μας ψυχή, όταν νεκρωθεί ο πολυκέφαλος εγωισμός και αποκτήσουμε αληθινή ταπείνωση, ουδέποτε θα οργιζόμαστε και θα θυμώνουμε, αλλά παντού και πάντοτε θα διατηρούμαστε πράοι και ειρηνικοί, απαθείς και ατάραχοι. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε την προτροπή του Κυρίου: “Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πραος εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ“.
2. Ας ακούσουμε και εις το σημείο αυτό την Πατερική σοφία και εμπειρία:
–Μακάριος είναι, αδελφοί μου, λέγει ο αββάς Δωρόθεος, εκείνος που έχει ταπείνωση. Γιατί η ταπείνωση είναι μεγάλη αρετή. Πετυχημένα δε ο άγιος εκείνος χαρακτήρισε αυτόν που έχει αληθινή ταπείνωση λέγοντας: “Η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανέναν”. Και αυτό μοιάζει σαν παράξενο πράγμα. Γιατί η ταπείνωση αντιτίθεται μόνο στην κενοδοξία και απ’ αυτή μόνο φαίνεται ότι προστατεύει τον άνθρωπο. Οργίζεται όμως κανείς και για χρήματα και για φαγητά. Πώς λοιπόν λέει ότι η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανέναν; Η ταπείνωση είναι μεγάλη αρετή, όπως είπαμε, και έχει τη δύναμη να ελκύει τη χάρη του Θεού στην ψυχή.. Λοιπόν, όταν έρθει η ίδια η χάρη του Θεού, σκεπάζει την ψυχή από τ’ άλλα δύο αυτά βαριά πάθη… Πραγματικά αν δεν σκεπαστεί αυτός γρήγορα με την ταπείνωση, σιγά σιγά καταντάει σε δαιμονική κατάσταση ταράζοντας τον εαυτό του και τους άλλους… Μόλις φανεί το φως, υποχωρεί το σκότος. Ομοίως μόλις “μυρίσει” η ταπείνωση, εξαφανίζεται κάθε πικρία και θυμός”.
Ο Μέγας Αντώνιος μιλάει γενικότερα για τους πειρασμούς, στους οποίους συμπεριλαμβάνει το πάθος του θυμού: “Είδα όλες τις παγίδες του πονηρού απλωμένες πάνω στη γη και στενάζοντας είπα: Ποιος μπορεί τάχα να τις προσπεράσει; Και μια φωνή μου αποκρίθηκε: Η ταπεινοφροσύνη“.
Επομένως, η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας, δηλαδή η μετάνοια, αποτελεί ισχυρό χαλινάρι κατά του θυμού και της οργής. Όταν βαθειά συναισθάνομαι και αναγνωρίζω ότι είμαι αμαρτωλός και ένοχος και φταίχτης σε πολλά, όταν “τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διὰ παντὸς” (Ψ. ν’ 5), ασφαλώς αυτή η συντριβή και η συναίσθηση, που είναι εκδήλωση ταπεινώσεως, θα με συγκρατεί από το θυμό και θα με βοηθήσει να είμαι συμπαθής και επιεικής στα λάθη και τα σφάλματα, στις παραλείψεις και τις αφορμές των άλλων και δε θα θυμώσω. “Εκείνος που μετανοεί, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, δεν πρέπει να οργίζεται, ούτε να θυμώνει και να αγριεύει, αλλά να συντρίβεται εσωτερικά, εφ’ όσον είναι ένοχος, δεν έχει παρρησία, είναι καταδικασμένος, μπορεί να σωθεί μόνο κατά χάριν, φάνηκε αγνώμονας στον ευεργέτη του, και αχάριστος και ανάξιος και είναι άξιος για πολλές τιμωρίες. Αν σκέπτεται αυτά, δε θα αγανακτήσει, αλλά θα πενθήσει, θα κλάψει, θα στενάξει και οδύρεται νύχτα και μέρα. Εκείνος που μετανοεί δεν πρέπει ποτέ να λησμονήσει την αμαρτία του, αλλά να παρακαλεί τον Θεό να την ξεχάσει, ο ίδιος όμως δεν πρέπει ποτέ να τη λησμονεί” (ΕΠΕ 25, 316).
Όλα αυτά κάνουν τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος να αποφαίνεται: “Σε όσους μετανοούν τίποτα δεν είναι πιο αταίριαστο από την ταραχή του θυμού. Διότι η μετάνοια και η επιστροφή χρειάζονται πολλή ταπείνωση, ενώ ο θυμός δείχνει άνθρωπο γεμάτο από υπερηφάνεια“.
Με την αγάπη και την καλοσύνη προς όλους καταργείται η οργή μας λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
Η πρώτη και μεγάλη εντολή είναι βεβαίως η αγάπη στο Θεό. Αλλά και η δευτέρα, που είναι όμοια με την πρώτη, είναι η αγάπη στον πλησίον, στον συνάνθρωπο μας. «Αγαπήσεις και τον πλησίον σου ως σεαυτόν», λέγει ο Κύριος. Πρέπει επομένως, να ζήσωμε και με την αγάπη στον διπλανό μας. Έτσι θα πετύχωμεν τον τελικό προορισμό μας. Πρέπει να το νοιώσουμε. Είμαστε όλοι παιδιά του Θεού και αδέλφια αναμεταξύ μας και μαζί θα ζήσουμε στην αιωνιότητα. Αλλά, χωρίς αγάπη, πώς θα μπορέσωμεν να ζήσωμεν εκεί μαζί; Εκεί θα βασιλεύη η αγάπη και θα κυριαρχή η καλωσύνη. Μόνο δε όσοι απέκτησαν εδώ την αγάπην, θα είναι δεκτοί εις τον ευτυχισμένον εκείνον κόσμον. Αγάπην δε όχι μόνον στους συγγενείς μας. Αυτή είναι φυσική και αυτονόητος. Δεν λείπει και από τα άγρια θηρία. Δεν αγαπά επί παραδείγματι η τίγρις τα μικρά της; Ούτε μόνον στους φίλους μας και σε εκείνους, οι οποίοι μας έκαναν ή θα μας κάνουν καλό. Αυτή είναι αγάπη εμπορική. Τους κάνουμε καλό, για να μας εξυπηρετούν και αυτοί στην ανάγκη μας. Η αγάπη μας πρέπει να φθάνη και στους εχθρούς μας. «Πλήν αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιήτε και δανείζετε, ίνα γένησθε υιοί του Υψίστου...» λέγει ο Κύριος.
Η αγάπη αυτή στον διπλανό μας πώς εκδηλώνεται; Βεβαίως με το χέρι, αλλά και με το στόμα. Είναι υλική και πνευματική. Του δίδεις από ό,τι υλικά έχεις. Πρέπει να του δίδης και από τα πνευματικά που κατέχεις και γνωρίζεις. Του ωφελείς το σώμα. Πρέπει να του ωφελής και το πνεύμα, την ψυχή. Πώς; Απλούστατα με το να τον βοηθήσης να μάθη να εκτελέση και ο διπλανός σου τον προορισμό του. Όσον δε ανώτερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσον ανώτερη είναι και η πνευματική ελεημοσύνη από την υλικήν. Την πνευματική ελεημοσύνη μπορεί να την εξασκή ο καθένας μας. Ακόμη και ο πλέον φτωχός, ο δούλος. Η Αγ. Ειρήνη στην σκλαβιά της κατόρθωσε να διαδώση τον Χριστιανισμό εις ολόκληρο το έθνος των Περσών. Η αγάπη δεν είναι μόνον δόσιμο. Διότι πιθανόν να μην έχης να δώσης. Άρα δεν θα πετύχης τον προορισμόν σου; Η αγάπη είναι εσωτερική. Δεν μπορείς να δίδης, χωρίς να έχης αγάπη, «τα λόγια σου με εχόρτασαν και το ψωμί σου φάτο», λέγει ο λαός. Ο δε Απ. Παύλος το τονίζει καθαρά: «εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντα μου και παραδώ το σώμα μου, ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι».
Τι ευτυχία, άλλωστε, αισθάνεται όποιος αγαπά, όταν στερήται αυτός για τον άλλον, όταν κουράζεται αυτός για τον διπλανό του! Η μάνα, που αγαπά το μικρό της, έστω και με την φυσική της αγάπη, πόσο αισθάνεται ευτυχισμένη, όταν στερήται αυτή και κουράζεται για το παιδί της! Η ευτυχία αυτή είναι ολοκληρωμένη στην Βασιλείαν του Θεού. Επομένως όταν αγωνίζεσαι να ζης με αγάπη στο Θεό και στον πλησίον σου, τότε είσαι μέσα στον προορισμό σου, για τον οποίον ζης.
Η έμπρακτη αγάπη: Συνήγορος μας την δευτέρα παρουσία
Η Εκκλησία μας ενθυμείται τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού καί τήν Κρίση καί τόν ξεχωρισμό των ανθρώπων. Βαρυσήμαντα πράγματα. Τό Ιερό Ευαγγέλιο μας μιλάει γι’ αυτό. Καί ό Δίκαιος Κριτής, ό φιλάνθρωπος Χριστός μας, γιά νά ξεχωρίσει τούς καλούς άπό τούς κακούς, θέτει ώς κριτήριο τήν έμπρακτη άγάπη, καί μάλιστα τήν άγάπη εκείνη πού γίνεται μέ εύκολο τρόπο.
Ο Υιός του Θεού έγινε καί Υιός του ανθρώπου, καί επήρε έπάνω Του όλη τήν ανθρώπινη φύση, οπότε κάθε ανθρωπάκος είναι δικός Του, άκόμα καί ο μή χριστιανός, ό όποιος μέ τή σάρκωση, τόν Σταυρό, καί τήν Ανάσταση του Ιησού εγινε δυνάμει χριστιανός, αντιπροσωπεύεται από τόν Κύριο. Καί μάς έδωσε ’Εκείνος τήν εύκολη άγάπη. Μας είπε, δηλαδή, «Επείνασα καί μου δώκατε νά φάω, εδίψασα καί μέ ποτίσατε, καί ήμουν γυμνός καί μέ σκεπάσατε». Οι βασικές, άπόλυτες, ανθρώπινες ανάγκες. Όποιος πεινά πραγματικά, λίγο ψωμάκι θέλει- καί οποίος διψά, λίγο νεράκι, καί μάλιστα στήν Παλαιστίνη ήταν λιγοστό. Καί οποίος δέν έχει νά βάλει τίποτα έπάνω του, ένα ρουχαλάκι χρειάζεται. Πολύ σπουδαία αυτά. Καί μάλιστα απευθύνεται εδώ ό Χριστός στή φιλαυτία μας. Καί μείς αν πεινάγαμε, θά θέλαμε νά μας δώσουν νά φάμε καί αν διψάγαμε, θά θέλαμε νά μάς ποτίσουν κι άν δέν είχαμε ρούχο νά βάλουμε επάνω μας, θά θέλαμε ένα ρουχαλάκι. Έ, αύτό πού θέλουμε εμείς, τό θέλουν ακριβώς καί οί άλλοι. Οι άλλοι, οί χριστιανοί αδελφοί μας, καί οι υπόλοιποι συνάνθρωποι, τά πλάσματα του Θεού. Καί στή συνέχεια ό Κύριος λέγει άλλες τρεις καταστάσεις ανθρώπων: τούς φυλακισμένους, τούς άρρωστους, καί τούς ξένους. Είναι κακό ή φυλακή, και μάλιστα νά είσαι μέσα άδικα κρατούμενος. Είναι κακό ή ξενιτειά, διότι δέν έχεις κανέναν, δέν νοιώθεις στήριγμα, αισθάνεσαι μόνος. Καί ακόμα, ή αρρώστια καί ή ανημπόρια, κι ή κατάκλιση στό κρεββάτι είναι άπό τά πιό σοβαρά. Νομίζεις πώς πεθαίνεις, πώς χάνεσαι, πώς φεύγεις. Κι αν έλθει κάποιος νά σέ δει, σου φέρνει τή ζωή, σου δίνει τήν ευχή νά γίνεις καλά. Καί τότε παίρνεις τά πάνω σου, παίρνεις δύναμη. Καί σημειώνουν οί πατέρες καί ερμηνευτές ότι ό Κύριος δέν θά μας πει: «Γιατί δέν αναστήσατε καί δέν κάματε καλά τόν πεθαμένο; Γιατί δέν βγάλατε άπό τη φυλακή τόν φυλακισμένο; —δέν είναι κι εύκολο— καί γιατί δέν δώσατε τά πάντα στόν ξένο;...», άλλά «...γιατί δέν τόν έπισκεφθήκατε;».
Μέ απλά πράγματα, μέ απλές κινήσεις, μέ απλές πράξεις, καί μέ τά ποδαράκια καί τά χεράκια μας μπορούμε νά κάνουμε τόσα καλά στους εν Χριστώ άδελφούς μας καί στά υπόλοιπα άνθρωπάκια. Μπορούμε νά κάνουμε. Άλλά τί κάνουμε; Άμελούμε. Άμελούμε καί μας ξεφεύγει τό καλό άπό τά χέρια. Περνάει ό καιρός, διαβαίνουν οί χρόνοι, γερνάμε καί μετά είμαστε ανήμποροι νά κάνουμε τίποτα, καί κτυπάμε κάποτε καί τό κεφάλι μας.
Ό Κύριος, λοιπόν, Ίησους Χριστός, στή Δευτέρα Παρουσία, αυτές τίς πράξεις μας θά βάλει μπροστά, καί μέ βάση αυτές θά μας κρίνει, γιατί Εκείνος, τηρουμένων των αναλογιών, ήλθε στή γή γιά νά μάς ελεήσει, γιά νά μας θρέψει μέ τόν ουράνιο καί υπερουράνιο άρτο, τό Σώμα καί τό Αίμα Του, νά μάς ποτίσει μέ τό αθάνατο νερό, πού ’ναι τό άγιο Πνεύμα καί ή Θεία Του Χάρις, καί νά μάς ντύσει μέ τόν χιτώνα τής αφθαρσίας, καί νά μάς βγάλει άπό τή φυλακή καί τόν εγκλωβισμό του εγωισμου καί τής φιλαυτίας, καί νά μάς κάμει δικούς Του, πού ’μαστέ ξένοι, καί νά μάς θεραπεύσει, πού ’μαστέ άρρωστοι ψυχή τε καί σώματι.
Οί κακοί δέν θά καταλάβουν τίποτα στή Δευτέρα Παρουσία, γιατί ποτέ δέν κατάλαβαν ούτε τόν Χριστό, ούτε τόν συνάνθρωπο, γι’ αύτό καί αποκόπτονται καί πηγαίνουν στήν βασιλεία του σκότους καί του διαβόλου. Καί δέν θά τούς στείλει ο Χριστός· θά πάνε μόνοι τους εκεί, γιατί εκεί άνήκουν. Ενώ οί καλοί θά μείνουν μαζί μέ τόν Χριστό, γιατί Του ανήκουν. Ας μας φωτίσει ό Χριστός νά κάνουμε πάντοτε έμπρακτη άγάπη, κι αύτή θά είναι ο καλύτερος συνήγορός μας κατά τή Δευτέρα Του Παρουσία.
ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΑΔΑΜΑΝΤΙΑ
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΔΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ